Μάτια από ήλεκτρο | Ποίημα

Μπήκες με το έτσι θέλω στη ζωή μας. Ούτε σε ψάξαμε, ούτε σε φωνάξαμε. Ήρθες· και πριν καλά καλά καταλάβουμε πώς, είχες ήδη ριζώσει. Σε είπαμε Καρότο, μα θα μπορούσες να λέγεσαι και Φως. Γιατί ήσουν φωτεινός. Σαν εκείνο το στιγμιαίο, απαλό φως, που αντανακλά ο ήλιος το δευτερόλεπτο που ανταμώνει τη θάλασσα το δείλι. Ήσουν γλυκός και τρυφερός, σαν εκείνα τα απογεύματα που κανείς δεν θέλει να τελειώσουν. Η γούνα σου μεταξένια, όπως τα χάδια που δεν προλάβαμε να σου δώσουμε. Και τα μάτια σου... ματιά κεχριμπαρένια· όχι μόνο στο χρώμα, μα σ' εκείνη τη γλυκιά, ήσυχη σοφία που σου πήγαινε πιο πολύ κι από το όνομά σου. Σκαρφάλωνες στις σιωπές μας, όπως σκαρφάλωνες στα κεφάλια μας. Άρχοντας της ύπαρξής μας· χώθηκες στον ύπνο μας, νιαούρισες μες στα όνειρα μας, έγινες ανάσα καθημερινή. Και τώρα; Τώρα σε ψάχνουμε στο άδειο περβάζι. Σε μια γωνιά ήλιου που δεν ζεσταίνει πια. Μα ξέρουμε, ναι, το ξέρουμε, όταν σβήσουμε τα φώτα, θα ’σαι πάντα εκεί· στην κορυφή του κεφαλιού μας, ...