Μην ξεχάσω να θυμάμαι...


Το διήγημα κέρδισε το 3ο βραβείο στον λογοτεχνικό διαγωνισμό του συλόγου "Ο Φίλοι της Λιμνοθάλασσας" στο Μεσολόγγι, που έφερε τον τίτλο "Στα μονοπάτια της μνήμης". 

Ανοίγω τα μάτια και το πρώτο πράγμα που βλέπω απέναντί μου είναι ένα παράθυρο· τόσο μεγάλο που θα μπορούσε να είναι μπαλκονόπορτα. Μια δαντελένια λεπτοϋφασμένη κουρτίνα κρέμεται από ένα ξύλινο κουρτινόξυλο. Αν και τραβηγμένη,η κουρτίνα αφήνει τον ήλιο να διαπερνά την αραιή της ύφανση και να λούζει το δωμάτιο με τη χρυσαφένια του λάμψη. Το έντονο φως με τυφλώνει και κλείνω τα μάτια.
Για μερικές αγχωτικές στιγμές δεν έχω ιδέα πού βρίσκομαι. Παλεύω με τις ηλεκτρικές συνάψεις του εγκεφάλου μου μα αυτές αρνούνται να πάρουν μπρος. Μα κι εγώ, δε δέχομαι να το βάλω κάτω. Κλείνω τα μάτια ξανά και προσπαθώ. Προσπαθώ να θυμηθώ. Ανοίγω και πάλι τα μάτια και αυτή τη στιγμή το αντικείμενο που αντικρίζω πρώτο είναι τα τρία μπεζ σποτάκια στο ταβάνι. Και τότε θυμάμαι. Είμαι στο σπίτι μου, στο δωμάτιο της κόρης μου. Φαίνεται με πήρε ο ύπνος στο κρεβάτι της. 
Χαμογελώ. Νίκησα.

Μην ξεχάσω να θυμάμαι. Το λέω από μέσα μου ξανά και ξανά, σαν ξόρκι, σαν προσευχή. Σαν να μπορώ έτσι να διαφυλάξω ό,τι μου ξεγλιστρά. 

Μην ξεχάσω να θυμάμαι. Το όνομά μου είναι Ζωή Πολυνίκου. Ζωή με λένε. Είμαι σαράντα έξι χρονών. Τον Οκτώβριο στις 10 γίνομαι 47. Είμαι παντρεμένη με τον Μάνο κι έχουμε μια κόρη τη Σοφία. Η Σοφία είναι 16 χρονών και είναι το πιο πολύτιμο πλάσμα στον κόσμο για μένα. Το ακούς αυτό, Ζωή; Το πιο πολύτιμο! Μην το ξεχάσεις ΠΟΤΕ αυτό!

Μην ξεχάσω να θυμάμαι. Το όνομά μου είναι Ζωή και πάσχω από πρώιμο Αλτσχάιμερ.

Στο σπίτι κυκλοφορώ με τα πόδια γυμνά. Τα πατώματα είναι κρύα, μα έτσι νιώθω την δροσερή αίσθηση κάτω απ’ τα πέλματα. Όσο μπορώ ακόμα να νιώθω, να θυμάμαι, να ξεχωρίζω την αφή από την έλλειψή της, θα το επιδιώκω. Γύρω μου, στους τοίχους, στα ντουλάπια, στο ψυγείο, στους καθρέφτες, υπάρχουν μικρά πολύχρωμα χαρτάκια να μου θυμίζουν αυτά που το μυαλό μου ξεχνάει. Τα ροζ για να θυμάμαι να πλυθώ, να βουρτσίσω τα δόντια μου, να αλλάξω ρούχα. Τα κίτρινα για να πάρω την αγωγή μου: το ροζ χάπι το πρωί, η πράσινη κάψουλα το βράδυ. Το γαλαζωπό μικρούτσικο χαπάκι είναι για τον πανικό. Δίπλα στο τηλέφωνο ένα φούξια χαρτάκι γράφει: 
Τηλέφωνα πρώτης ανάγκης:
ΕΚΑΒ: 166
Ιατρός Σταθάτος: 6947 569 5… 
Σοφία: 6939 569 4…
Μαμά: 6939 569 5… 
Μάνος: 6939 569 3…

Ο Μανώλης… ο Μάνος μου… Ο άντρας μου. Τον αγαπώ. Δεν πρέπει να το ξεχάσω. 

Σήμερα το πρωί κοίταζα για ώρα το κουτί με τα ηρεμιστικά. Τα μικρούτσικα γαλαζωπά χαπάκια. Το κρατούσα στα χέρια μου και ένιωθα την καρδιά μου να βαράει σαν τρελή. Ζύγιζα τη σκέψη που μου είχε περάσει από τον νου… να φύγω. Να μην προλάβω να σας ξεχάσω· κι εσείς να μην αξιωθείτε να με δείτε να χάνομαι. Να σας σώσω από μένα. 
Και το επόμενο λεπτό, σαν κάποιος να τράβηξε το παραπέτασμα, βρέθηκα να αναρωτιέμαι, έφτασε κιόλας η ώρα του χαπιού; Ακούμπησα το χαπάκι στην άκρη της γλώσσας μου, αλήθεια, το έκανα; Έπειτα αναρωτήθηκα, το πήρα, πήρα το χάπι μου; Έβγαλα ακόμα ένα χάπι από το μπλίστερ και το κοίταξα. Ήταν το πρώτο; Το δεύτερο; Το τρίτο; Δεν θυμάμαι. Το κατάπια.
Έσκυψα το κεφάλι. Έχασα.

Σοφία μου. Παιδί μου. Ξυπνάς κάθε μέρα πιο ψηλή, πιο όμορφη, με φωνή και σώμα που αλλάζουν. Ολόκληρη γυναίκα πια. Πώς πέρασαν τα χρόνια; Κάποιες μέρες σε κοιτώ και σε καμαρώνω. Κάποιες άλλες σε βλέπω και τρομάζω. Γιατί υπάρχουν κάποιες στιγμές –απειροελάχιστες ακόμα, όμως υπάρχουν–, που δεν είμαι σίγουρη αν είσαι όντως εσύ. Και μετά κοιτώ μέσα στις μαύρες λίμνες των ματιών σου και θυμάμαι. Είσαι εσύ. Κι εγώ είμαι εδώ. Ακόμα. Μια νίκη.

Θα έρθει η αποφράδα μέρα που δεν θα σε αναγνωρίσω. Το ξέρεις, ναι; Θα σε κοιτώ και θα νομίζω πως είσαι μια καλή, ευγενική κοπέλα, που απλώς με βοηθάει. Κι εσύ θα χαμογελάς με σφιγμένα χείλη και ύστερα, ύστερα θα τρέχεις να κλάψεις μόνη στην κουζίνα, να μην σε δω και ταραχτώ. Το ξέρω πως τότε θα σε έχω σκοτώσει· εγώ, η ίδια σου η μάνα. Κι ας μην το καταλάβω εκείνη τη στιγμή. Μια ήττα.

Μάνο μου... Πόσες φορές μου είπες: «Είμαστε μαζί σ’ αυτό»; Όμως η αλήθεια είναι πως πλέον είσαι μόνος σου. Εγώ δεν είμαι. Υπάρχω μα δεν είμαι. Όχι πια. Εσύ κρατάς το οχυρό και για τους δυο. Εγώ απλώς αιωρούμαι σαν σκιά πάνω από τη στέγη του. Κι όμως, η ζεστασιά σου όταν μου φτιάχνεις καφέ, όταν με σκεπάζεις το βράδυ... – ω ναι, αυτά τα θυμάμαι. Ακόμα. Κι αν τα ξεχάσω αύριο, να ξέρεις πως σήμερα ήταν όλα εκεί. Μια νίκη.

Μαμά. Αν σε ρωτήσω ποια είσαι μην πονέσεις. Αν ξεχάσω πως μύριζες λεβάντα και μοσχοσάπουνο όταν με φιλούσες για καληνύχτα ή τι έλεγες όταν με παρηγορούσες, μην το πάρεις για αχαριστία. Δεν διαγράφω, δεν σβήνω. Χάνομαι, μανούλα, χάνομαι. Η αγάπη, μαμά, αυτή δεν χάνεται. Ούτε καν από το μυαλό που ξεθωριάζει. Μια ήττα.

Γιαγιά μου, αγαπημένη μου γιαγιά… που φοβόσουν πως θα φύγεις πρώτη. Κοίτα, σε κέρδισα. Κόβω το «νήμα» εγώ πριν από σένα. Θυμάμαι, γιαγιά μου, που μού έλεγες «το μυαλό είναι το παν, κορίτσι μου. Να φροντίζεις να αναπτύσσεις το μυαλό σου». Κι εγώ γελούσα. Πίστευα στην καρδιά βλέπεις. Τώρα καταλαβαίνω. Μόνο που είναι αργά. Αν μπορούσα να μιλήσω μαζί σου ακόμα, θα σου ζητούσα συγγνώμη. Ήσουν αυστηρή, ήσουν γενναία, ήσουν παρούσα. Ενώ εγώ χάνομαι σιγά σιγά στις σκιές. Ακόμα μια ήττα…

Κάθε μέρα χάνεται κάτι. Σαν αστρικό θραύσμα στο σύμπαν. Σήμερα έκανα τον καφέ και δεν ήξερα πώς μπαίνει το φίλτρο. Οι οδηγίες της Σοφίας στο μπλε χαρτάκι στα πλακάκια ήταν που με καθοδήγησαν. Έχασα.

Πήγα στην τουαλέτα και κοίταζα το καζανάκι. Τι κάνει αυτό εδώ; Τι είναι το κουμπί αυτό, το πατάω; Το πάτησα. Ήταν το σωστό. Νίκησα.

Μην ξεχάσω να θυμάμαι. Μην ξεχάσω ποια είμαι. Μην ξεχάσω ποιοι είστε.

Μερικές φορές γελάω. Γελάω δυνατά, με νευρικότητα. Γιατί μου φαίνεται αστείο. Όχι. Γελοίο μου φαίνεται – περίεργο που ακόμα διακρίνω τη διαφορά ανάμεσα στα δύο. Πώς γίνεται να ζω αλλά η ύπαρξή μου ολόκληρη να εξατμίζεται; Πώς γίνεται μια ολόκληρη ζωή να εξαφανίζεται; Πώς γίνεται να κοιτάζω τη φωτογραφία μας, Μάνο μου, από το καλοκαίρι και να μην θυμάμαι πού βρισκόμαστε; Ή γιατί με αγκαλιάζει ένας άντρας που δεν αναγνωρίζω; Μια ήττα.

Άλλες φορές κλαίω. Όχι πάντα με δάκρυα. Με βλέμμα που χαμηλώνει, με σώμα που συσπάται, τρέμει και συρρικνώνεται. Μουδιάζω από την άκρη του εγκεφάλου ως την άκρη των δακτύλων. Θέλω να τελειώσει αυτό. Όχι η ζωή. Η απώλεια της ζωής εντός της ζωής. Αυτό να τελειώσει.

Μην ξεχάσω να θυμάμαι. Το γράφω σ’ ένα μεγάλο, λευκό χαρτί και το κολλάω στον καθρέφτη. Αύριο ίσως δεν ξέρω τι σημαίνει. Ίσως να νομίζω πως είναι τίτλος βιβλίου. Ή λίστα για το σούπερ μάρκετ. Αλλά τώρα, σήμερα, εδώ, το ξέρω. Κι ο Μάνος το ξέρει και η Σοφία. Και η μάνα κι η γιαγιά το ξέρουν. Και όσο το ξέρουμε μαζί, είμαι ακόμα Ζωή. Κι όσο είμαι Ζωή θα κερδίζω!

Δείτε το βίντεο από την ανάγνωση του διηγήματος στο αρχαίο θέατρο της Πλευρώνας εδώ.


©Γιώτα Βασιλείου, Σεπτεμβρίος 2025

Photo: AI created

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

MAYDAY! MAYDAY! MAYDAY!

Ένα τραγούδι για μια καρδιά με γούνα μαύρη

Όταν το δύο γίνεται ένα