MAYDAY! MAYDAY! MAYDAY!

 

MAYDAY! MAYDAY! MAYDAY! Στα αυτιά μου ουρλιάζει διαρκώς το διεθνές μήνυμα αεροπορικού κινδύνου. Από την οροφή του κήτους του αεροσκάφους κρέμονται οι αχρησιμοποίητες μάσκες οξυγόνου σαν πλυμένα κι αποξηραμένα εντόσθια προς κατανάλωση. Οι λάμπες για πρόσδεση στις θέσεις έχουν πάρει φωτιά. Κόκκινες και λαμπερές. Ίδιες με μάτια του κτήνους που σε προϋπαντεί στην κόλαση. Οι αναταράξεις δίνουν και παίρνουν. Το αεροσκάφος ταλαντεύεται ανεξέλεγκτα πότε προς στο ένα και πότε προς στο άλλο φτερό ενώ ο ουρανός χαρακώνεται από αλλεπάλληλες αστραπές. Βροντές τις ακολουθούν επικυρώνοντας την ένταση της ηλεκτρικής εκκένωσης. Οι κραυγές του κόσμου στην καμπίνα είναι τόσο δυνατές που καλύπτουν ακόμα και τον βόμβο των μηχανών αλλά όχι το σάλαγο μέσα στο μυαλό μου. 
    MAYDAY! MAYDAY! MAYDAY!
    Ξάφνου ένα χέρι γραπώνει το δικό μου και γυρνώντας βλέπω τον διπλανό μου, ιερέας είναι, να έχει κλείσει τα μάτια και να προσεύχεται μεγαλόφωνα:
«Πάτερ ημών, ο εν τοις ουρανοίς, αγιασθήτω το όνομά σου,
ελθέτω η βασιλεία σου, γεννηθήτω το θέλημά σου…»
    Ένας ακόμα κεραυνός, ο πιο δυνατός μέχρι τώρα σκάει ακριβώς δίπλα στο παράθυρό μου, κάνοντας ολόκληρο το κήτος του αεροπλάνου να κλυδωνιστεί σαν καρυδότσουφλο. Ουρλιάζω έντρομη και τα χέρια μου σφίγγουν τα μπράτσα του καθίσματός μου, ενώ και οι πατούσες μου, με μια ακούσια κίνηση σφηνώνονται κάτω από τη μπροστινή θέση. Η αριστερή, πελώρια παλάμη του ιερέα σφίγγει τη δεξιά δική μου ενώ ο ίδιος παύει να μιλά, κλείνοντας ερμητικά μάτια και στόμα. Εγώ παραδόξως κρατώ τα μάτια ορθάνοιχτα. Μένω να κοιτάζω γύρω μου τις αντιδράσεις των συνταξιδιωτών μου. Να παίρνω κουράγιο από τον τρόμο τους. Να αισθάνομαι δυνατή από τον πανικό που κατακλύζει τους διαδρόμους του ιπτάμενου κτήνους και των ψυχών που κυοφορεί. 
    Μένω να κοιτώ αλλά δε βλέπω. Στο οπτικό μου πεδίο παρεμβάλλεται ένα εμπόδιο όμως το βλέμμα μου θολό, δε ξεκαθαρίζει την εικόνα. Κάτι μπλε που μοιάζει σα να καταρρέει, πάει κι έρχεται. Ακόμη μια αστραπή ακολουθούμενη από τον εκκωφαντικό της κρότο. Κι άλλα ουρλιαχτά και το μπλε αντικείμενο εξαφανίζεται από μπροστά μου. Εμετός ανεβαίνει στο λαιμό μου. Έχει τη γεύση καφέ με άρωμα φουντούκι και τσιχλόφουσκα φράουλα. Ξερνάω μέσα στη μάσκα. Πετάω μακριά το προσωπείο σιλικόνης κι ο εμετός χύνεται πάνω στο ράσο του παπά. Αυτός δεν το καταλαβαίνει καν. Έχει ξαναρχίσει τις προσευχές: «Κύριε Ιησού Χριστέ Ελέησον με! Υπεραγία Θεοτόκε Σώσον με και Σώσον Ημάς!…»
    Αρχίζω κι εγώ τις δικές μου κοιτώντας στην απέναντι σειρά καθισμάτων, τη μάνα που έχει πάρει τα δυο της παιδιά, ένα σε κάθε μπράτσο και κλαίνε σε αυτό το σφιχτό αγκάλιασμα του θανάτου:              MAYDAY! MAYDAY! MAYDAY!
    Στο οπτικό μου πεδίο ορθώνεται αργά και παρεμβάλλεται για μιαν ακόμα φορά, το μπλε εμπόδιο. Δε μπορώ να καταλάβω τι είναι και γιατί κινείται έτσι, με αυτόν τον αλλοπρόσαλλο ρυθμό. Σα εκείνα τα υφασμάτινα μπαλόνια που τα φυσάνε από χαμηλά ηλεκτρικές τρόμπες κι αυτά λικνίζονται αργά. Ορθώνεται και καταρρέει. Ορθώνεται και καταρρέει. Τώρα, εκτός του μπλε, βλέπω και κόκκινο χρώμα, να διατρέχει κάθετα τη μια του πλευρά. Ο παπάς με σκουντάει, προσπαθώντας να τραβήξει την προσοχή μου. Κάτι ψελλίζει. Δεν ακούω. Κοιτάω. Μου μιλάει πιο δυνατά αυτή τη φορά και τον ακούω: «Μην κοιτάς». Η εντολή αυτομάτως με κάνει να κοιτάξω εκεί που υποτίθεται πως δεν πρέπει να δω. Αλλά και πάλι δεν ξεκαθαρίζει η εικόνα. Σκουπίζω τα μάτια μου με την ανάστροφη της παλάμης μου. Κάτι υγρό και μαύρο καταλήγει να βάψει το δέρμα μου. Συνειδητοποιώ ότι κλαίω, κυριολεκτικά με μαύρα δάκρυα. Περνάω και τη δεύτερη παλάμη πάνω από τα πασαλειμμένα με μακιγιάζ μάτια μου, καταφέρνοντας να τα κάνω να τσούξουν. Ο παπάς τείνει το χέρι του προς εμένα. Κάτι κρατάει. Με το ζόρι διακρίνω ένα λευκό μαντήλι. Μου κάνει νόημα προς τα μάτια και καταλαβαίνω πως μου λέει να τα σκουπίσω. Το κάνω. Περνώ το απαλό ύφασμα πάνω από τα βλέφαρά μου, μαγαρίζοντας το αγνό λευκό χρώμα. Προσπαθώ να ανακουφίσω τη φωτιά που τα καίει αλλά το αποτέλεσμα πενιχρό. Μόνο τα δάκρυα που συνεχίζουν να τρέχουν ανεξέλεγκτα κατορθώνουν να ξεπλύνουν τη μαυρίλα από το βλέμμα. Κι η καταιγίδα που μαίνεται έξω, χειροτερεύει κάθε λεπτό που περνάει. 
    MAYDAY! MAYDAY! MAYDAY!
    Ένας νέος κλυδωνισμός και μια απότομη βουτιά της μύτης του αεροπλάνου προς τα μπρος κι αριστερά, ξεσηκώνει νέο μπαράζ από στριγκλιές, σπαραγμούς, βρισιές, κατάρες και προσευχές από τους επιβάτες. Πολλά από αυτά να βγαίνουν από το ίδιο στόμα. Κατάρα και προσευχή μαζί, σε ένα κοινό μήνυμα προς θεό και διάβολο, όποιος ακούσει πρώτος. Η καμπίνα τραντάζεται, τρέμει, δονείται κι αναταράσσεται. Αντικείμενα μετακινούνται και πετάνε προς πάσα κατεύθυνση.  Ξαφνικά ένας όγκος προσγειώνεται με όλο του το βάρος πάνω σε εμένα και στον παπά, εντείνοντας ακόμη παραπάνω τον τρόμο που ήδη έχει πάρει το πάνω χέρι. Στριγκλίζω με όλη τη δύναμη των πνευμόνων μου και υστερικά προσπαθώ να το διώξω από πάνω μου. Κατορθώνω μόνο να το σπρώξω χαμηλότερα στην κοιλιά μου. «Ηρέμησε.» Η φωνή του ιερωμένου μέσα σχεδόν στο αυτί μου, με κάνει να του δώσω τη προσοχή που επιζητούσε. «Ηρέμησε» επαναλαμβάνει, «τραυματίας είναι». Τα λόγια του με ηρεμούν φαινομενικά, μέσα μου όμως επικρατούν θύελλες. Κοιτώ το «αντικείμενο» μπρος μου. Είναι μια από τις αεροσυνοδούς. Με τρεμάμενα χέρια αγγίζω τα μαλλιά της, τα παραμερίζω και τα τραβώ πίσω. Ο παπάς μου γραπώνει το χέρι για να με εμποδίσει να προχωρήσω, ωστόσο προλαβαίνω να δω, αυτό που εκείνος προσπαθεί να αποτρέψει. Το μάτι της κρέμεται έξω από την κόχη του, ενώ το αίμα που έχει ποτίσει τα μαύρα της μαλλιά και έχει μεταφερθεί τώρα και στις παλάμες μου. Το κόκκινο χρώμα… Κοίταξα μια το χαώδες κενό στο πρόσωπό της και μια τη ματωμένη μου παλάμη. Ξανά μια ματιά στη φρικιαστική εικόνα του εξορυγμένου οφθαλμικού βολβού κι αμέσως μετά ένα υστερικό ουρλιαχτό βγαίνει από τα κατάβαθα της ψυχής μου. Ένα ουρλιαχτό που έρχεται να ενωθεί με τον ορυμαγδό ενός νέου κεραυνού, ο οποίος σκάει ακριβώς πάνω στο αριστερό φτερό του αεροσκάφους, εξαερώνοντας το σχεδόν και μετατρέποντάς το σε ένα πύρινο σύννεφο που εκτονώνεται πάω στο κήτος, μετατοπίζοντάς το δεξιότερα και κάνοντάς το να χάσει κάμποσες εκατοντάδες πόδια από το ύψος του! 
    MAYDAY! MAYDAY! MAYDAY!
    Πανζουρλισμός! Άνθρωποι σηκώνονται από τις θέσεις τους και τρέχουν σαν τρελοί, χτυπούν ο ένας τον άλλο, σπρώχνονται, βρίζονται, ποδοπατιούνται, στην απέλπιδα προσπάθεια να βρουν κάποιο ασφαλές σημείο. Άλλοι μένουν σφιχτά δεμένοι στα καθίσματά τους. Εγώ, ο ιερέας, η μάνα με τα δυο παιδιά απέναντι κι η μάνα με το βρέφος στο μπροστινό κάθισμα. Λες και η ζώνη θα μας σώσει από τη συντριβή. Από τα μεγάφωνα ακούγονται απεγνωσμένες οι φωνές συνοδών αέρος και κυβερνητών, να μείνουμε δεμένοι στις θέσεις μας. Μιλούν για αναγκαστική προσγείωση, με το αεροσκάφος ήδη να έχει πάρει την κατιούσα. Στα αυτιά μου ηχούν ξεκάθαρα όλοι οι ήχοι. Οι φωνές του υστερικού πλήθους, το κλάμα του μωρού μπροστά, οι διαταγές του προσωπικού, τα τριξίματα της λαμαρίνας που λιώνει και το βουητό των μηχανών που έχουν απομείνει να αγκομαχούν για να κρατήσουν το αεροπλάνο στον αέρα.
Ωστόσο, ένας ήχος ακούγεται πάνω από όλους τους άλλους. Είναι ένας ήχος στριγκός, ανατριχιαστικός, σαν μέταλλο που γδέρνει κρύσταλλο. Η αντιστροφή της πίεσης του θαλάμου σε συνάρτηση με το οστικό κύμα από την έκρηξη στο φτερό, δημιούργησαν ρωγμές στα κρύσταλλα των παραθύρων. Κάποιος φωνάζει υστερικά «ΣΠΑΝΕ ΤΑ ΤΖΑΜΙΑ» και για μια στιγμή μονάχα, η σιωπή είναι εκκωφαντική. Για μια στιγμή μόνο, γιατί την αμέσως επόμενη στιγμή, σαν κάποιος να τα ρούφηξε με ηλεκτρική σκούπα,  τα φινιστρίνια της αριστερής πλευράς γίνονται σμπαράλια και εκτινάσσονται προς τα έξω. Με την πίεση στο θάλαμο να διαταράσσεται μονομιάς, το αεροπλάνο αρχίζει να κλυδωνίζεται ανεξέλεγκτα και χωρίς προηγούμενο. Πλέον είναι ξεκάθαρο ότι δεν υπάρχει σωτηρία. Το βουητό γεμίζει κάθε κοιλότητα του κήτους και του μυαλού μου. Η αλογοουρά μου τινάζεται και μαστιγώνει το πρόσωπό μου. Οι επιβάτες περνούν σε νέα επίπεδα υστερίας, με τους όρθιους να μη μπορούν να σταθούν στη θέση τους και να πιάνονται από ότι βρίσκουν μπροστά τους, ακόμα και τα μαλλιά των καθήμενων. 
    Παρακολουθώ αντικείμενα να εκσφενδονίζονται και να εκπαραθυρώνονται σα να τα ρουφά μια μαύρη τρύπα: Τσάντες, ρούχα, καπέλα, το μωρό. Το μωρό! Η μάνα αλυχτάει μανιασμένα με τα χέρια έξω από το διαλυμένο φινιστρίνι. Παλεύει να συγκρατήσει το σπλάχνο της, που αναίτια χάνει μέσα από την αγκαλιά της. Δεν τα καταφέρνει. Το βρέφος βρίσκεται για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου στο οπτικό μου πεδίο, πριν το χάσω για πάντα. Τα ουρλιαχτά της μάνας θα βρίσκονται στα αυτιά μου για πάντα. Ευτυχώς, το για πάντα θα διαρκέσει τόσο λίγο… 
    Ανίκανη να κουνηθώ από τη θέση μου, με τη νεκρή αεροσυνοδό σφηνωμένη στο κενό μεταξύ της κοιλιάς μου και του μπροστινού καθίσματος, ακουμπώ πίσω την πλάτη μου και πιάνω σφιχτά το χέρι του άντρα δίπλα μου. Ο ιερέας δε βγάζει κιχ αλλά ξέρω ότι προσεύχεται. Προσεύχομαι κι εγώ μαζί του:
Πάτερ ημών, ο εν τοις ουρανοίς, αγιασθήτω το όνομά σου, ελθέτω η βασιλεία σου, γεννηθήτω το θέλημά σου…
    Ακούω τον πιλότο να κραυγάζει ότι το αεροπλάνο πέφτει. «Ο Θεός μαζί μας», ήταν η τελευταία του κουβέντα. 


********************************************


«Αν είσαι έτοιμη μπορούμε να συνεχίσουμε.» δήλωσα περισσότερο παρά ρώτησα, νιώθοντας τη σιωπή να με βαραίνει.
«Έτοιμη είμαι.»
«Πάμε» συγκατένευσα και πίεσα το κουμπί της εγγραφής στο μαγνητόφωνο.
«Ο Θεός ήταν μαζί μας. Με τον παπά κι εμένα τουλάχιστον. Έστειλε τη αεροσυνοδό να θυσιαστεί η ίδια για να μας σώσει. Εγώ και εκείνος οι μοναδικοί επιζώντες ανάμεσα σε εκατόν σαράντα οκτώ ψυχές που χάθηκαν στις κορυφές των χιονισμένων βουνών. MAYDAY! MAYDAY! MAYDAY!»
«Και τι έγινε μετά, όταν πια το αεροπλάνο είχε πέσει».
«Η τύχη που μας χάρισε ο θεός, εξακολούθησε να εργάζεται ακούραστα, αφού το κήτος εν τέλει κατέληξε σε ένα σημείο ανάμεσα σε δυο βουνά όπου η βλάστηση ήταν πάρα πολύ πυκνή και στην ουσία έπεσε στα «μαλακά».
«Μα τότε, πως έγινε και γλιτώσατε μόνο εσύ κι ο παπάς;»
«Χμμμ… μα δεν είμασταν μόνο εμείς οι δυο αρχικά οι επιζώντες. Ήταν κι αρκετοί άλλοι. Όλοι όμως πολύ τραυματισμένοι και κάποιοι φρικτά ακρωτηριασμένοι. Για ώρες μετά, ίσως να ήταν και μέρες, δεν είμαι και σίγουρη γιατί έχανα τις αισθήσεις μου κάθε τόσο, άκουγα τους θρήνους, τα βογκητά και τους ρόγχους, μέχρι που σταμάτησε και ο τελευταίος από αυτούς.»
«Και μετά;»
«Μετά το μόνο που άκουγα ήταν η ανάσα του παπά και το σφύριγμα του ανέμου που περνούσε μέσα από το κατακρεουργημένο σώμα του αεροπλάνου. Που και που τη μονοτονία αυτή έσπαζε το κρώξιμο κάποιου αρπακτικού ή κάποιου κεραυνού από μακριά. Ευτυχώς όμως, όση καταιγίδα μας χρώσταγε ο διάβολος μας την είχε ήδη στείλει.»
«Και μετά; Τι κάνατε;»
«Τίποτα. Απολύτως τίποτα. Μείναμε εκεί, δέσμιοι του ψύχους, της δίψας και του άκαμπτου σώματος της αεροσυνοδού, να μη μπορούμε να κουνηθούμε από τη μέση και κάτω. Μερικές φορές μόνο, τις πρώτες ώρες, ένιωσα μια θέρμη να ξεχύνεται ανάμεσα στα πόδια μου και συνειδητοποίησα ότι είχα χάσει τον έλεγχο της κύστης μου. Δεν έδωσα δεκάρα για μένα να ξέρεις. Απλά ένιωσα ντροπή για την αεροσυνοδό. Σα να βεβήλωσα το σώμα της. Μα δεν έφταιγα. Δεν το ήθελα. Δεν το ήθελα, αλήθεια.»
«Θε μου τι φρίκη ζήσατε… Πόσο καιρό σας βρήκαν τα σωστικά συνεργεία μετά;»
«Δε ξέρω σου είπα. Μη με ρωτάς για το χρόνο. Δεν έχω ιδέα πόσος καιρός πέρασε. Θα μπορούσαν να είναι ώρες, μέρες ή εβδομάδες. Ξέρω μόνο ότι ήταν μέρα όταν πέσαμε και μέρα όταν μας βρήκαν. Εκείνοι λένε τρεις μέρες μετά. Για να το λένε έτσι θα είναι. Εγώ δε ξέρω. Ο παπάς τι κάνει; Τον είδες; Πως είναι;»
«Όχι ακόμα, είναι σε κρίσιμη κατάσταση»
«Δεν είχε τις αισθήσεις του όταν μας βρήκαν.»
«Ναι.»
«Ελπίζω να τα καταφέρει. Του χρωστάω τη ζωή μου.»
«Σε εκείνον και στην αεροσυνοδό.»
«Ναι, σε εκείνον και την αεροσυνοδό. Πάμε μέσα; Κρυώνω.»
«Πάμε».
    Πάτησα το πλήκτρο της παύσης στο δημοσιογραφικό μου μαγνητοφωνάκι, το έβαλα στην τσέπη, σηκώθηκα κι ακολούθησα τη γυναίκα που προπορευόταν τσουλώντας την αναπηρική καρέκλα της.

 

********************************************


Το παρόν διήγημα διακρίθηκε το 2024, στον πρώτο λογοτεχνικό διαγωνισμό με θέμα "Παύση" που πραγματοποίησε η ομάδα "Αίρεσις" σε συνεργασία με τις εκδόσεις Bookstagram. Μπορείτε να το βρείτε μαζί με τα υπόλοιπα τριάντα δύο διηγήματα που διακρίθηκαν στο διαγωνισμό στον ομότιτλο συλλογικό τόμο. Βρείτε τον τόμο στο site του εκδοτικού. 

©Γιώτα Βασιλείου, Ιανουάριος 2025

Photo credits: shutterstock.com




 

 

 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Όταν το δύο γίνεται ένα

Ένα τραγούδι για μια καρδιά με γούνα μαύρη