Ο γάτος μου, ο μαύρος | Ποίημα
Ήρθε
όπως έρχονται τα όνειρα, που δεν θυμάσαι αν ήταν όνειρα
ή αν όντως τα έζησες, σε κάποια ζωή άλλη.
Μαύρος – όχι σκοτεινός,
σαν βελούδο που το αγγίζεις και τα μέσα σου μαλακώνουν.
Γούνα μακριά, πλούσια,
να βουλιάζει μέσα της το χέρι
και να βρίσκει παρηγοριά.
Μάτια μεγάλα,
κιτρινοπράσινα,
σαν δάση από γαζίες, φωτισμένα από καλοκαιρινές καταιγίδες.
Μιλούσαν πριν τον ήχο
και ήξεραν πριν κοιτάξουν.
Η μύτη του – μικρή και εβένινη,
μια πινελιά φωτός που έλαμπε στο φεγγαρόφωτο
λες και φύλαγε μυστικά
που ούτε εγώ, δεν ήξερα πως είχα.
Η ουρά του –
μαύρη φλόγα φουντωτή,
που χάραζε τον αέρα
με σιγουριά
σα να 'ταν ο αρχηγός του σπιτιού.
Για δεκατρία χρόνια
ήμασταν δύο.
Εγώ με λέξεις,
εκείνος με το βλέμμα.
Και όταν όλα πήγαν στραβά,
μου θύμιζε
πως δεν χρειάζεται να καταλαβαίνεις τα πάντα,
αρκεί να είσαι εκεί.
Κι ύστερα,
ύστερα…
όπως ήρθε, έφυγε.
Μα όχι αθόρυβα –
μα με τον ήχο που κάνει ένα αστέρι
όταν σκίζει τον σκοτεινό ουρανό
και συ λες «το είδα»,
μα δεν προλαβαίνεις να του πεις αντίο.
Κι έμεινε το ίχνος του στον καναπέ,
στη γωνιά που κοιμόταν,
στα δάχτυλά μου όταν γράφω
και ψάχνουν ασυναίσθητα το απαλό της γούνας του.
Ο μαύρος ο γάτος μου
ήταν κάποτε εδώ.
Μα τώρα είναι παντού.

©Γιώτα Βασιλείου, Ιούνιος 2025
Photo: AI created
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου