Πίσω απ’ το τζάμι

Το πεζοδρόμιο μπροστά στο σπίτι της έχει ένα τριγωνικό σπάσιμο στο τσιμέντο, λίγο πριν την αυλή. Το αποφεύγει με ένα βήμα στο πλάι, μηχανικά. Τη βλέπω να το κάνει κάθε απόγευμα γυρνώντας από το μάθημα. Όπως άλλοι στρίβουν το κουτάλι τρεις φορές στον καφέ τους. Όπως εγώ ακουμπάω πάντα το χέρι μου στη σιδερένια μπάρα του φράχτη του σπιτιού της. Δροσερή όταν πέφτει ο ήλιος. Καυτή απ’ τον ήλιο τις άλλες ώρες.

Δεν με έχει προσέξει. Ποτέ. Αυτό είναι το καλό με τους ανθρώπους, συνηθίζουν τις σκιές άμα αυτές είναι ήσυχες. Και εγώ έχω μάθει να στέκομαι ήσυχα. Να ανασαίνω ρηχά. Να παγώνω όταν περνάει αυτοκίνητο. Να απομνημονεύω τα πάντα.

Έχει έναν τρόπο να κινείται που μου φέρνει στο μυαλό θολές αναμνήσεις. Όχι πρόσωπα –ποτέ πρόσωπα– μόνο κινήσεις. Εκείνες δεν σε προδίδουν. Ξυπνάει στις 06:38. Για το πανεπιστήμιο φεύγει στις 07:24. Το λεωφορείο περνά στις 07:31. Την πρώτη φορά που την είδα, κράταγε έναν φάκελο ζωγραφισμένο με ροζ μαρκαδόρο. Πάνω είχε ένα όνομα – Σμαράγδα.

Έκτοτε, κάθε τι που κάνει έχει νόημα. Οι ώμοι της γέρνουν όταν είναι κουρασμένη. Τα μαλλιά της είναι δεμένα όταν έχει γράψιμο. Όταν φοράει εκείνο το μπουφάν με την λευκή κουκούλα, σημαίνει πως δεν θέλει να τη δει κανείς. Αλλά εγώ τη βλέπω. Εγώ τη βλέπω καλύτερα απ’ όλους. 

Σήμερα το φοράει. Έχει κακή διάθεση. Δεν χάιδεψε τον σκύλο της γειτόνισσας, δεν είπε καλημέρα στον περιπτερά. Όταν το φοράει, περπατά πιο γρήγορα, τόσο που με κάνει και λαχανιάζω. Καμιά φορά, κοιτά πίσω της. Όχι γιατί με έχει καταλάβει. Απλώς γιατί κάτι μέσα της δεν ησυχάζει. Το ένστικτο; Στα κορίτσια δεν το μαθαίνουν. Το νιώθουν.

Σήμερα γύρισε πιο αργά από συνήθως. Ξεροστάλιασα να την περιμένω στη στάση. Το σακίδιό της κρέμεται από τον έναν ώμο και σέρνει το πόδι της όπως όταν βρέχει και την πονάει ο εγχειρισμένος της γοφός – μα δεν βρέχει. Την ακολουθώ στενά μέχρι πριν μπει στην αυλή. Ένα βαν –τι τύχη– ήταν παρκαρισμένο ακριβώς απέναντι από την πόρτα της. Κρύβομαι πίσω του και κάνω ότι κοιτώ το κινητό μου. Τα παράθυρα των γειτόνων είναι ακόμα ανοιχτά. Είμαι τόσο κοντά που την ακούω να βγάζει τα κλειδιά της πριν φτάσει στην πόρτα. Ακούω και τον μεταλλικό τους ήχο όταν της φεύγουν από το χέρι και πέφτουν κάτω. Την κοιτώ μέσα από τα σκονισμένα τζάμια του βαν να σκύβει απότομα για να τα πιάσει. Τα ρούχα της ανασηκώθηκαν. Φάνηκε η μέση της. Λευκή. Χωρίς τατουάζ και άλλα σημάδια. Ολόλευκη. Άσπιλη. Παρθενική.

Το διαμερισματάκι του ενός δωματίου που έχει πιάσει είναι υπερυψωμένο ισόγειο. Δεξιά, στο πίσω μέρος της πολυκατοικίας. Έχει γλάστρες έξω στο περβάζι, αλλά δεν τις ποτίζει σωστά. Δύο έχουν ξεραθεί. Σκέφτομαι μερικές φορές να της αφήσω καινούριες. Να τις βρει ένα πρωί και να αναρωτηθεί ποιος το έκανε. Ίσως να χαμογελάσει. Ίσως να πιστέψει πως έχει έναν θαυμαστή. Ίσως πάλι να πιστέψει πως κάποιος την παρακολουθεί. Θα έχει δίκιο.

Το παγκάκι στον ακάλυπτο του κτηρίου είναι λίγο σπασμένο. Μια ακίδα ξύλου που πετάει στο πλάι μου έσκισε το μπουφάν την πρώτη φορά που κάθισα – πάνε τρεις μήνες τώρα. Δεν με πείραξε. Το αίμα στάζει ήσυχα όταν δεν το κοιτάς. Κάθε φορά που κάθομαι εκεί, χαράζω κάτι πάνω στο ξύλο. Μια γραμμή για κάθε μέρα που δεν την έχω αγγίξει. Το ξύλο έχει σχεδόν γεμίσει από τα σημάδια μου.

Μέσα, εκείνη, έχει ανάψει φως. Περπατά στο δωμάτιο με τις ροζ κάλτσες της να μαυρίζουν από το βρώμικο πάτωμα. Ακουμπάει την ωμοπλάτη της στο τζάμι σαν για να ξαποστάσει. Μετά τραβιέται και γυρίζει και ανοίγει ελαφρώς το τζάμι. Ο δροσερός αέρας κουνάει ελαφρώς τα μαλλιά της και εκείνη δείχνει να το απολαμβάνει.

Κάθεται στο γραφείο της και το κεφάλι της γέρνει μπροστά. Οι πλάτες της στρογγυλεύουν. Το ίδιο κάνει και όταν κλαίει. Όμως τώρα δεν κλαίει, γράφει. Μια φορά την είχα δει να χτυπάει το χέρι της στον τοίχο. Ήταν νύχτα. Δεν είχε ανάψει φως. Μόνο η λάμψη από το κινητό της έσπαγε το απόλυτο σκοτάδι. Κάτι διάβαζε. Κάτι που δεν της άρεσε. Πιθανόν κάποιο μήνυμα. Αν ήταν δική μου, δε θα άφηνα κανέναν να της στείλει τέτοια πράγματα. Θα της έπαιρνα άλλο κινητό. Ή καθόλου κινητό. Καλύτερα.

Έχει βάλει μουσική τώρα. Βλέπω από εδώ που κάθομαι τα πολύχρωμα LED φώτα των ακουστικών της. Παράξενα είναι, δεν της ταιριάζουν. Τα φώτα, οι θόρυβοι, η φασαρία δεν της πάνε. Είναι για πιο ήσυχα πράγματα εκείνη. Για βόλτες στα πάρκα, για ζεστή σοκολάτα ένα βράδυ με βροχή και βιβλία με μαλακό εξώφυλλο.

Μια λέξη ξεφεύγει από τα χείλη μου, μια λέξη που ούτε καν εγώ δεν την καταλαβαίνω. Μήπως το όνομά της; Σμαράγδα… Τα χείλη μου είναι ξεραμένα. Περνάω τη γλώσσα μου από πάνω τους απαλά, χωρίς να ακουμπήσω τα δόντια. Τα δόντια είναι πολύ έντονα, πολύ αιχμηρά. Όμως ότι έχει να κάνει με εκείνη πρέπει να είναι απαλό, γλυκό. Όπως το πρόσωπό της.

Έχω ένα κουτί στην τσάντα μου. Ένα δώρο. Το διάλεξα πριν δύο εβδομάδες. Ένα βραχιόλι λεπτό, με μικρές χάντρες στο χρώμα του φλοιού του σανταλόξυλου που ξέρω ότι της αρέσει. Δεν το έχει, το ξέρω. Δεν φοράει τίποτα στα χέρια της, εκτός από ένα λαστιχάκι μαύρο, που της πιέζει τον καρπό κι αφήνει ένα βάρβαρο κόκκινο σημάδι. Το δικό μου το βραχιόλι δεν θα την πονέσει. Θα της το αφήσω για να της δείξω ότι την ξέρω. Ότι την νοιώθω.

Σηκώνομαι από το παγκάκι. Τα πόδια μου είναι λίγο μουδιασμένα, αλλά ξέρω πια να περπατώ αθόρυβα. Πατάω απαλά στο τσιμέντο. Η γειτονιά έχει ησυχάσει. Που και που μόνο ακούγεται κανένα σκυλί. Έχετε προσέξει πως όλα ησυχάζουν λίγο πριν συμβεί κάτι; Ακόμα και ο άνεμος. Λες και κρατούν την ανάσα τους, λες κι αγωνιούν για το τι μέλλει γενέσθαι.

Πλησιάζω στο μπαλκόνι της. Με ένα σάλτο ανεβαίνω πάνω και κρύβομαι σύριζα στο τοίχο. Με προσοχή πλησιάζω το πρόσωπό μου προς το τζάμι. Αυτή είναι εκεί, ξαπλωμένη στο κρεβάτι σε στάση εμβρυική. Μου έχει γυρισμένη την πλάτη της αλλά από την ανάσα της καταλαβαίνω ότι την έχει πάρει ο ύπνος. Που και που βλέπω το πλευρό της να ανασηκώνεται από έναν βουβό αναστεναγμό. Τα μακριά της μαλλιά, σαν καστανός λεκές, απλώνονται στο ολόλευκο μαξιλάρι. Η παλάμη μου με τρώει, θέλω να τα αγγίξω. Να τα αφήσω να μπλεχτούν στα δάχτυλά μου. Να τα χώσω μέσα στις ρίζες, να τα τραβήξω μαλακά. Να χώσω το πρόσωπό μου μέσα τους, να ανασάνω το άρωμά τους. Κανείς δεν την καταλαβαίνει όπως εγώ. Το ξέρω. Δεν έχω υπάρξει ποτέ πιο σίγουρος.

Η μια και μοναδική λάμπα του ακάλυπτου τρεμοπαίζει. Σαν να με προκαλεί. Το χέρι μου ανεβαίνει και ακουμπάει στο τζαμιλίκι...

********************************************

Το παρόν διήγημα γράφτηκε στα πλαίσια του μαθήματος δημιουργικής γραφής με θέμα την εμμονή. 


©Γιώτα Βασιλείου, Μάιος 2025

Photo: AI created

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Όταν το δύο γίνεται ένα

MAYDAY! MAYDAY! MAYDAY!

Ένα τραγούδι για μια καρδιά με γούνα μαύρη