Η σιωπή της γοργόνας
Ο ήλιος είχε μόλις σκαρφαλώσει πάνω απ’ τις πολυκατοικίες του Πειραιά, ρίχνοντας τα πρώτα του βλέμματα στα βράχια της Πειραϊκής. Κι εκεί, με την πλουμιστή της ψαρίσια ουρά μισοβουτηγμένη στη θάλασσα, ξαπλωμένη με τόση θεατρικότητα που θύμιζε φωτογράφηση καταλόγου για θεματικό πάρτι, ήταν η γοργόνα. Ή για να ακριβολογούμε, μια γυναίκα μεταμφιεσμένη σε γοργόνα. Είχε το βλέμμα κέρινο, καρφωμένο κάπου στον ορίζοντα και η στάση της ήταν παράξενη, σαν να βαρέθηκε να ζει και αποφάσισε να αφεθεί να πεθάνει.
Το κορμί - γυμνό από τη μέση και πάνω, φορούσε ουρά γοργόνας
με παγιέτες, κατασκευασμένη από κάποιο πλαστικό υλικό που γυάλιζε προκλητικά
στο φως. Τα φραουλί της μαλλιά, έπεφταν πλούσια στο στέρνο της, καλύπτοντας τα
λευκά μικρά της στήθη.
Δυο μακριά, μαρμάρινα χέρια απλώνονταν δεξιά κι αριστερά από
τον κορμό της και κατέληγαν σε δυο παλάμες μικρές με μακριά, μυτερά κι αφύσικα
γαμψά νύχια, που αστραποβολούσαν στο εκτυφλωτικό φως του πρωινού ήλιου.
Τρομακτικά νύχια. Νύχια σαν του αρπακτικού.
Γύρω της μια μικρή χωματερή, αταίριαστη με την αστραφτερή
παρουσία του νεκρού πλάσματος. Ένα μουλιασμένο από την υγρασία της νύχτας
εισιτήριο θεάτρου αλλά με ημερομηνία να φαίνεται ακόμα καθαρά, μια γόπα
τσιγάρου με έντονο, βιολετί κραγιόν αποτυπωμένο στο φίλτρο του και – τι
ειρωνεία - μια παιδική κασετίνα με
γοργόνα Άριελ της Ντίσνεϋ. Παραπέρα, ένα άδειο κουτάκι από αναψυκτικό και μια
γόβα στιλέτο, στο κόκκινο της φωτιάς — η δεύτερη δεν βρέθηκε πουθενά.
Τρία από αυτά τα ευρήματα έμελλε να αποδειχτούν τελικά
καταλυτικά για την έρευνα. Τα υπόλοιπα ήταν είτε σκουπίδια είτε συντονισμένη
προσπάθεια παραπλάνησης των αρχών. Για την ώρα όμως, τα πάντα μύριζαν θάλασσα,
νυχτοκάματο και θάνατο.
Ο αστυνόμος Α’ Αργύρης Νικολαΐδης εμφανίστηκε στο σημείο
λίγο μετά τις 06:15, με το ύφος και το χρώμα ανθρώπου που έχει να κοιμηθεί πολλές
νύχτες. Φορούσε μια καπαρντίνα στο χρώμα του πούρου - αν και είχε ήδη είκοσι
βαθμούς, και μια καρό τραγιάσκα που είχε δει πολύ καλύτερες μέρες.
«Τι έχουμε εδώ; Μια ακόμα performance artist που βαρέθηκε
τη ζωή της κι είπε να αποχωρήσει με στυλ;» είπε ειρωνικά κοιτώντας το σκηνικό.
Ο ιατροδικαστής Δρ. Μανούσος, χαμηλών τόνων και λεπτών
τρόπων, συνηθισμένος στην δυσθυμία του αστυνομικού δεν έδωσε σημασία στα λόγια
του παρά μόνο συνέχισε να συνέχισε να εξετάζει το πτώμα.
«Λοιπόν;» ξαναρώτησε ο αστυνόμος.
«Θα δείξει. Ωστόσο σε πρώτη άποψη δεν θα έλεγα ότι είναι
αυτοκτονία. Είναι κι αυτό το σημάδι…» μουρμούρισε
κι αφαίρεσε την περούκα με μια θεατρική κίνηση, αντάξια του πλάσματος που
κειτόταν μπροστά του.
Η απομάκρυνση του πύρινου χειμάρρου αποκάλυψε ένα ξυρισμένο
κρανίο με μια τούφα σε σχήμα αστεριού στην κορυφή του.
Ο Νικολαΐδης στραβομουτσούνιασε. «Μμμάλιστα… Καλλιτέχνης ή
ψυχάκιας… Ή και τα δύο βέβαια… Έχουμε ώρα θανάτου;»
«Θα έλεγα το τελευταίο δωδεκάωρο αλλά με βεβαιότητα θα σου
απαντήσω μετά τη νεκροψία».
«Τίποτα άλλο;»
«Σαν τι άλλο θέλεις να σου πω τώρα Αργύρη; Αν πέρασε
παιδικές αρρώστιες;» τον αποπήρε ο ιατροδικαστής.
Ο Νικολαΐδης κοίταξε ξαφνιασμένος τον άλλο άντρα και μετά
έσκυψε πάνω από το σώμα. «Τι παίζει με τα νύχια;»
Ο Μανούσος, ψυχρός, διεκπεραιωτικός. «Ψεύτικα. Κολλημένα
πρόσφατα. Πιθανόν μετά θάνατον. Για το χρώμα τι να σου πω… κάτι θέλει να μας
πει. Δεν είναι απλό βερνίκι νυχιών. Μύρισέ τα, είναι μπογιά σε σπρέι».
Ο αστυνόμος έκανε μια γκριμάτσα που έφερνε ανάμεσα σε αηδία
κι άρνηση. Ανασηκώθηκε και κοίταξε γύρω του με τα χέρια στη μέση. Το βλέμμα του
έπεσε στην κασετίνα. Πλησίασε κοντά, έβγαλε ένα γάντι από την τσέπη και χωρίς
να το φορέσει έπιασε το αντικείμενο.
«Ωραία... Έχουμε πτώμα, έχουμε drag show gone bad, έχουμε περούκα, έχουμε νύχια,
και... έχουμε κι αυτό… Γοργόνες της Ντίσνεϋ; Αλήθεια τώρα;»
Ο Μανούσος έγνεψε με το κεφάλι προς ένα πολύχρωμο χαρτί.
Ήταν το μουλιασμένο εισιτήριο θεάτρου. «Κι όχι μόνο. Χθεσινή παράσταση».
Ο Νικολαΐδης άφησε την κασετίνα και πήγε κοντά στο
εισιτήριο. Έσκυψε για να το δει καλύτερα. Ήταν για το θεατρικό δράμα Mom Maid
Mermaid.
«Κι άλλες γοργόνες. Τυχαίο; Δε νομίζω. Κι ετούτο ‘δω; Τι
ρόλο να βαράει; Λες να το ξεφορτώθηκε κάποιος μαλάκας περαστικός;» αναρωτήθηκε
ο αστυνόμος δείχνοντας με το πόδι του το αλουμινένιο κουτάκι της μπύρας.
«Πιθανό. Δες κι αυτά». Ο ιατροδικαστής έδειξε σε δυο ακόμη
σημεία.
Ο Νικολαΐδης κατευθύνθηκε προς το πρώτο σημείο. Σηκώνοντας
τη γόπα με το γάντι, παρατήρησε το έντονο βιολετί κραγιόν, που δεν ταίριαζε με
το χρώμα εκείνου που φορούσε η γοργόνα. «Χμμ, σημαντικό ή τσάμπα θα φάμε το χρόνο μας;»
Άφησε τη γόπα στο σημείο που τη βρήκε για τη σήμανση και
κατευθύνθηκε στο επόμενο εύρημα.
«Μπα; Τι έχουμε εδώ;» Έβγαλε τη γόβα από τη ρωγμή. Άσπιλη,
σαν να βγήκε μόλις από το κουτί. Μόνο σταγονίδια υγρασίας στιγμάτιζαν το
κατακόκκινο, γυαλιστερό, τεχνητό δέρμα. «Το δεύτερο;»
«Δεν το βρήκα. Θα κοιτάξει και η σήμανση στα πέριξ». Ο
Μανούσος κοίταξε τον ορίζοντα, σκεπτικός. «Αργύρη δεν μου μοιάζει με απλή αυτοκτονία
όλο αυτό. Βέβαια μένει να αποδειχτεί αλλά κάτι μου βρωμάει στην υπόθεση και
ξέρεις ότι το ένστικτό μου ποτέ δεν με έχει ξεγελάσει.
Ο Νικολαΐδης έγνεψε καταφατικά και αναστέναξε. «Κλασική περίπτωση.
Θα περιμένω νέα σου το συντομότερο».
Ο Μανούσος είχε δίκιο. Κάτι στο σκηνικό έγδερνε και το δικό
του το μυαλό. Κάτι δεν κολλούσε.
Δύο μέρες μετά, στο γραφείο του, ο αστυνόμος Α’ Νικολαΐδης
είχε απλωμένο μπροστά του τον φάκελο της Γοργόνας της Πειραϊκής. Η υπόθεση, αλλόκοτη
εκ πρώτης , τώρα αποδεικνυόταν αριστοτεχνικά σκηνοθετημένη.
Το κουτάκι του αναψυκτικού και η γόβα στιλέτο είχαν
αποδειχτεί τελικά άσχετα με την υπόθεση, ενώ και για τη γόπα με το βιολετί κραγιόν
οι αναλύσεις έδειξαν ότι βρίσκονταν στον τόπο πολύ περισσότερο καιρό απ’ ότι η
γοργόνα τους, οπότε τους ήταν άχρηστη σαν εύρημα.
Τρία ήταν τα στοιχεία που έμειναν και που τελικά οδήγησαν
στην λύση του μυστηρίου. Το πρώτο ήταν εισιτήριο του θεάτρου, αγορασμένο ειδικά
για την περίπτωση. Βρεγμένο και ξεθωριασμένο αλλά με την ημερομηνία και τον
τίτλο του έργου να φαίνονται επαρκώς και με τα δακτυλικά αποτυπώματα της νεκρής,
παντού επάνω του. Το δεύτερο ήταν παιδική κασετίνα με την Άριελ, στην οποία η
σήμανση βρήκε ένα σημείωμα που έγραφε «Μερικά παραμύθια τελειώνουν με αίμα».
Και στα δυο αντικείμενα υπήρχαν τα αποτυπώματα της γυναίκας. Τέλος, η τούφα σε σχήμα αστεριού, που όπως τελικά
αποδείχτηκε ήταν σαφής αναφορά σε παλαιότερη παράσταση της γυναίκας, η οποία είχε
σημειώσει τεράστια επιτυχία στο Λονδίνο. Ήταν το «Ένα αστέρι γεννιέται».
Ο Μανούσος είχε τελικά δίκιο. Τα νύχια είχαν κολληθεί όχι
για να καλύψουν κάτι αλλά για να ενισχύσουν την εικόνα. Η γυναίκα είχε στήσει
το σκηνικό σαν μεταθανάτια παράσταση. Ήθελε η τελευταία πράξη να μείνει στη
μνήμη του κοινού της για πάντα.
Η αλήθεια; Η αλήθεια ήταν πως επρόκειτο όντως για αυτοκτονία
– με δηλητήριο. Αφού όμως είχε προηγηθεί ένας φόνος. Του συντρόφου της
γοργόνας. Η γυναίκα τον είχε συναντήσει στο θέατρο, του οποίου ήταν ο
διευθυντής. Η τελευταία τους «συνάντηση», πριν αυτός την παρατήσει για μιαν
άλλη - νεαρότερη φυσικά. Εκεί τον δηλητηρίασε κερνώντας τον το τελευταίο του
ποτό. Το σώμα του βρέθηκε δυο μέρες μετά, στο γραφείο του, από τη γυναίκα που
καθαρίζει. Η γοργόνα ήταν η πρωταγωνίστρια και το κοινό της οι αρχές. Μάρτυρες της
πιο άρτια ενορχηστρωμένης πράξης εκδίκησης με αισθητική drag baroque.
Ο Νικολαΐδης έγραψε την τελευταία γραμμή στην αναφορά του. «Δεν
ήταν έγκλημα, ήταν αφήγηση. Κι εμείς απλώς μπλέξαμε στα αποσιωπητικά της…»
©Γιώτα Βασιλείου, Απρίλιος 2025
Photo: AI created
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου