Η ζωή που περνά και πίσω δε γυρνά (Γράμμα σε σένα που άφησα πίσω)

 


Πολυαγαπημένε μου σύντροφε,

Καθώς κάθομαι εδώ, μονάχη στο ημίφως, με το στυλό να μου ζεματάει τα ακροδάχτυλα και το βάρος αυτής της στιγμής να με πιέζει το στήθος, ο νους ξεχειλίζει από τον χείμαρρο χιλιάδων αναμνήσεων. Ζήσαμε μαζί σχεδόν μιαν ολόκληρη ζωή. Ήσουν εσύ η μοναδική μου σταθερή, σε μια απύθμενη θάλασσα αλλαγών. Η ζώνη άνεσης στην συνεχώς εξελισσόμενη μα και ταραγμένη μου ζωή.

Από τις ηλιόλουστες παραλίες, όπου χορεύαμε σαν ένα σώμα οι δυο μας, κάτω από τον ανοιχτό, ανέφελο ουρανό, μέχρι τις αμυδρά φωτισμένες γωνιές των φιλόξενων μπαρ των κυκλαδίτικων νησιών, όπου μοιραζόμασταν ψιθυριστά μυστικά και όνειρα. Ήσουν εσύ πάντα ο ακλόνητος σύμμαχός μου. Και κείνα τα φθινόπωρα, θυμάσαι; Περπατούσαμε στα βουνά, μέσα από τα φύλλα τα πεσμένα. Θυμάσαι τον ήχο τους; Εκείνον τον κριτσανιστό, τραγανό τους ήχο; Κι όταν ερχόταν πια η Άνοιξη, ξαπλώσαμε στο παχύ το καταπράσινο χορτάρι, με την υγρασία να μας διαπερνά μέχρι το κόκκαλο. Κάθε νήμα της ύπαρξής μου είναι συνυφασμένο μαζί σου φιλαράκι μου. Κάθε εικόνα, κάθε μυρωδιά, κάθε ήχος της φύσης είναι άρρηκτα συνδεδεμένα μαζί σου.

Γελάσαμε μαζί, κλάψαμε μαζί και ταξιδέψαμε μαζί. Κατακτήσαμε τον κόσμο δίπλα-δίπλα. Κλειστήκαμε στο σπίτι, επειδή είχαμε τις μαύρες μας μαζί. Περάσαμε την καραντίνα μαζί. Έχεις αγκαλιάσει τις καμπύλες μου, άλλοτε πλούσιες άλλοτε καχεκτικές, κράτησες τα μυστικά μου και ποτέ μα ποτέ δεν παραπονέθηκες για τα βάρη που σήκωσες. Ακόμα κι όταν σε πλήγωσα και σε τραυμάτισα εσύ εκεί, πάντα δίπλα μου, πάνω μου. Με χίλιες τόσες ουλές και μπαλώματα αλλά πάντα εκεί συντροφάκι μου! Με τύλιγες με την ζεστή σου ύπαρξη. Σταθερή αξία ήσουν. Η σταθερότητά σου, αυτή η χαρακτηριστική σου σταθερότητα, ήταν πάντα η σιωπηλή υπόσχεση παρουσίας, που τόσο είχα ανάγκη. Ήταν το σκηνικό που είχες στήσει στο θέατρο του παραλόγου που λέγεται Ζωή.

Αλλά οι εποχές αλλάζουν και την άνοιξη διαδέχεται το καλοκαίρι και το καλοκαίρι το φθινόπωρο και το φθινόπωρο ο χειμώνας. Το ίδιο πρέπει να κάνουμε και εμείς συντρόφι μου. Άργησα μα το συνειδητοποίησα κι αποφάσισα να κάνω εγώ το πρώτο βήμα. Μη λυπάσαι και μη μου θυμώνεις. Με βαριά καρδιά σε αποχαιρετώ. Με πόνο ψυχής λέω το αντίο. Η δική μου η σάρκα πονά πιο πολύ από σένα, να το ξέρεις. Είμαι εγώ που την ξεσκίζω αφήνοντάς σε να φύγεις. Όμως πρέπει να σε αφήσω να φύγεις. Γιατί έχεις κουραστεί. Γιατί έχεις φθαρεί μέσα έξω. Γιατί κάθε σου ίνα έχει ξεφτίσει. Γιατί το χρώμα σου έχει ξεθωριάσει, όπως οι τελευταίοι ψίθυροι του λυκόφωτος πριν το βαθύ σκοτάδι. Δεν είσαι πια αυτό που ήσουν, δεν το βλέπεις κι εσύ; Ήρθε η ώρα να ξεκουραστείς, πιστέ μου φίλε, κι εγώ να κάνω μια νέα αρχή. Ένα καινούργιο ξεκίνημα.

Με χέρια που τρέμουν και με την ευλάβεια που κλείνω την τελευταία σελίδα ενός αγαπημένου βιβλίου, σε σφίγγω για μια τελευταία φορά, απαλά στην αγκαλιά μου. Και παρόλο που με πονάει όσο τίποτα που σε αφήνω να φύγεις, το κάνω με ευγνωμοσύνη για την κάθε στιγμή, το κάθε δευτερόλεπτο, την κάθε περιπέτεια, που έχουμε ζήσει μαζί. Ανοίγω την αγκάλη μου και σε απελευθερώνω…

Αντίο αγαπημένε μου φίλε.

Αντίο, λατρεμένο μου μπλουτζίν.


Photo credits: theoccidentalnews.com

©Γιώτα Βασιλείου, Μάιος 2024

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Όταν το δύο γίνεται ένα

MAYDAY! MAYDAY! MAYDAY!

Ένα τραγούδι για μια καρδιά με γούνα μαύρη