Εις το επανιδείν
«Δεν θέλω να πάω. Θέλω να μείνω εδώ, μαζί σου» της λέει με παράπονο, κρατώντας σφιχτά το παγωμένο της χέρι. Τρίβει τα δάχτυλά της με τα δικά του προσπαθώντας να τα ζεστάνει αλλά το αίμα αρνιέται να κυκλοφορήσει στις φλέβες της. «Δεν ανήκω πουθενά αν δεν είσαι κι εσύ εκεί» συμπληρώνει κι ένας λυγμός κόβει τα λόγια του στα δύο.
«Καλέ μου» ψιθυρίζει εκείνη κι η γλύκα της φωνής της χαϊδεύει τα αυτιά του και γεμίζει το είναι του. «Καλέ μου» επαναλαμβάνει πιο δυνατά, «πρέπει να φανείς δυνατός. Θα είναι για λίγο μόνο ο χωρισμός μας. Σύντομα θα είμαστε πάλι μαζί». Δεν την κοιτά, γιατί δεν θέλει να δει τα μάτια του που έχουν πλημμυρήσει δάκρυα. Ακούει όμως το χαμόγελο στη φωνή της. Ένα δάκρυ γλιστρά προς τα κάτω, πέφτει στο πάτωμα. Το δεύτερο ακολουθεί από κοντά. Σκύβει το βλέμμα. Το δάπεδο είναι σπαρμένο με καφετιά μπαλώματα. Κοιτά τα πόδια του ντροπιασμένος. Τα παπούτσια του είναι σκονισμένα και οι σόλες του γεμάτες λάσπες. Με μια απότομη, δήθεν φευγαλέα κίνηση του χεριού, σκουπίζει την υγρασία από το πρόσωπό του και σηκώνει το κεφάλι προς το ταβάνι. Ο ανεμιστήρας οροφής είναι κι αυτός καλυμμένος με σκόνη.
«Αγαπημένε μου» την ακούει να τον καλεί πάλι. «Δεν πρέπει να λυπάσαι που με αφήνεις, όχι αυτή τη φορά. Κοίταξέ με. Κοίταξέ με αγαπημένε μου» τον παροτρύνει, μα εκείνος αφήνει τη ματιά του να ταξιδέψει πότε στα τζάμια των παραθύρων που είναι θολά, πότε στους τοίχους που είναι βρώμικοι και κιτρινισμένοι και πότε στις κουρτίνες που χρόνια τώρα άπλυτες, κρέμονται ξεθωριασμένες από τα ξύλινα κουρτινόξυλα. Ένα φυτό αργοπεθαίνει στο περβάζι του παραθύρου. Τα χρόνια της αρρώστιας της αρρώστησαν και το σπιτικό τους.
«Δε θέλω να πάω. Δε θέλω να φύγω, θέλω να μείνω εδώ μαζί σου» επιμένει εκείνος σαν πεισματάρικο παιδί.
«Κι όμως, αν με αγαπάς, αν κάτι σημαίνουν τα χρόνια που ζήσαμε μαζί, πρέπει να φύγεις. Μόνο έτσι θα τα τιμήσεις, μόνο έτσι θα τιμήσεις κι εμένα» αντικρούει εκείνη τα λόγια του και οι κουβέντες της τον χτυπούν σαν καμτσικιές.
Το νιώθει βαθιά μέσα του ότι είχε δίκιο. Της το είχε υποσχεθεί και τώρα αθετεί το λόγο του. Ποιος άντρας που τιμά τα παντελόνια του αθετεί το λόγο του; αντηχεί μια φωνή στο μυαλό του. Ρίχνει το κεφάλι πίσω από τους ώμους για να σταματήσει την ηχώ. Το μήλο του Αδάμ ανεβοκατεβαίνει νευρικά στο λαιμό του. Εκείνη καταλαβαίνει ότι κάμφθηκαν οι αντιστάσεις του και του δίνει τη χαριστική βολή.
«Μην ξεχνάς ότι σε χρειάζεται το παιδί. Πως θα τα βγάλει πέρα χωρίς εσένα; Πρέπει να φύγεις, πρέπει να πας μαζί του, να το στηρίξεις στον αγώνα του. Εγώ εδώ θα είμαι και θα σε περιμένω. Έλα να σε χαρώ, αγαπημένε μου».
Εκείνος της πιάνει ξανά το χέρια και τα σφίγγει μέσα στα δικά του. Εξακολουθούν να είναι παγωμένα. Ίσως περισσότερο τώρα από πριν. Την κοιτά θαρρετά αυτή τη φορά, ωστόσο εκείνη έχει τα μάτια κλειστά.
«Έχεις δίκιο, το αγόρι με χρειάζεται. Θα πάω μαζί του για τώρα, μα γρήγορα θα επιστρέψω κοντά σου. Να με περιμένεις και δε θα αργήσω αγάπη μου…» της υπόσχεται με λόγια ραγισμένα.
«Παππού… ήρθαν». Είναι η φωνή ενός δεκαεξάχρονου αγοριού που διακόπτει. Γυρίζει το κοιτάζει και γνέφει καταφατικά. Φέρνει τα χέρια της γυναίκας στα χείλη του και φιλάει τις παλάμες της.
«Έχε γεια αγάπη μου».
«Εις το επανιδείν γλυκιέ μου».
Με κόπο σηκώνεται, αγκαλιάζει το αγόρι από τους ώμους και βγαίνουν από το σπίτι ακριβώς τη στιγμή που μπαίνουν οι υπάλληλοι του γραφείου τελετών κουβαλώντας το μαύρο γυαλιστερό φέρετρο. Έξω ο ήλιος που ανατέλλει, βάφει τον ουρανό με άλικα και κίτρινα χρώματα.
Photo credits: Pinterest
©Γιώτα Βασιλείου, Μάιος 2024
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου