Η παιδούλα και η ταραντούλα (Άσκηση με λέξεις που καταλήγουν σε -ουλα)

Οι προβλέψεις της μετεωρολογικής υπηρεσίας ήταν για μια φορά ακριβέστατες. Ο υδράργυρος πέρασε στην κόκκινη περιοχή κι ο ήλιος βάραγε κατά κούτελα. Η μόνη πηγή δροσιάς στην περιοχή είναι η μικρή λιμνούλα που βρίσκεται στην άλλη άκρη του χωριού. Αποφάσισα λοιπόν να περάσω εκεί την Κυριακή μου. Έβαλα στην τσάντα τα απαραίτητα, ήτοι πετσέτα, βιβλίο, αντιηλιακό, νερό, κινητό και ένα μπολ με πατατοσαλάτα κι έφυγα για την παραλία.

Έστησα το αυτοσχέδιο τσαντίρι μου κάτω από ένα  ξερακιανό δεντράκι που έριχνε μια κάποια υποτυπώδη σκιά, γδύθηκα και βούτηξα χωρίς χρονοτριβές στο δροσερό, γλυκό νερό της λίμνης. Αν και αγαπούσα να κολυμπώ σε αυτό το σχεδόν διάφανο νερό, δεν άντεχα καθόλου να πατώ στο βυθό του, που λόγω της έλλειψης αλατιού, το χώμα ήταν λασπερό. Μαλακός άργιλος που ρούφαγε τα πόδια μου σε κάθε βήμα, ως τον αστράγαλο. Ήταν σχεδόν τρομακτική η αίσθηση. Λες και πατούσα σε κινούμενη άμμο. 

Κάμποση ώρα μετά, αφού χόρτασα το κολύμπι μου, βγήκα, τίναξα τα μαλλιά μου και κάθισα στη διπλόφαρδη πετσέτα μου για να στεγνώσω την ατέλειωτη κορμάρα μου. Η ζέστη έλιωνε και τις πέτρες, το λίπος όμως από τις περιφέρειές μου δε έλεγε να το λιώσει. Δε βαριέσαι. Τα πάχη μου, τα κάλλη μου που έλεγε κι η γιαγιά μου. Ή το χάλι μου, ανάλογα την οπτική του καθενός. Έκανα να πιάσω το μπολ με τη σαλάτα αλλά την τελευταία στιγμή σταμάτησα, εκατοστά πριν τα ακροδάκτυλά μου αγγίξουν κάτι, που μόνο στην θέα του με έκανε να πεταχτώ όρθια, σα να μου έβαλαν νέφτι στον πισινό. Μια τεράστια, μαύρη, τριχωτή, σιχαμένη, φρικιαστική, αράχνη. Αν κι οι γνώσεις μου στα έντομα είναι τόσες, όσες και στα χειρουργεία ανοιχτής καρδιάς, αυτή την αναγνώρισα αμέσως. Ήταν η ταραντούλα του ξαδέλφου μου, η Αφροξυλάνθη! Που σκατά βρέθηκε εκεί πέρα; Ένιωσα τα γόνατά μου να τρέμουν κι ίσα να με συγκρατούν κι η καρδούλα μου μόνο το γνώριζε το πως συγκρατήθηκα και δεν άρχισα να τσιρίζω. Άσε ότι μου ήρθε κι αναγούλα και με τον εμετό δεν τα πήγαινα ποτέ καλά. Από μικρή μπορούσα να κάνω εμετό μόνο και μόνο επειδή έκανα εμετό. Πολύ σίχαμα. 

Την προσοχή μου τραβούν οι φωνές ενός παιδιού. Κι είναι πράγματι η στρουμπουλή κόρη του ζευγαριού που ζει σε μια αγροικία πιο πέρα, που τρέχει με ένα έντομο να πετάει ολούθε γύρω της. Τι σκατά… Αυτό μας έλλειπε τώρα! Δε μας φτάνουν οι δολοφονικές αράχνες, να πρέπει να τρέχουμε να σώσουμε και πιτσιρίκια από ιπτάμενους φονιάδες. Κοιτώντας όμως καλύτερα βλέπω ότι το έντομο που κυνηγά η μικρή είναι μία μωβ λιβελούλα κι οι φωνές της μικρής είναι χαράς και όχι τρόμου. Η καρδιά μου επαναπατρίζεται πάραυτα. 

Ρίχνοντας μια ματιά στην πετσέτα μου, παρατήρησα ότι η αράχνη την είχε καταβρεί εκεί. Έχει βολευτεί καθώς φαίνεται στη σκιά του δέντρου και τη δροσιά του πετσετέ υφάσματος. Η πρώτη παρόρμηση, το ένστικτο αυτοσυντήρησης, μου υπαγόρευε να πάρω μια πέτρα και να την πολτοποιήσω, από την άλλη, η ζωοφιλική μου συνείδηση, μου το απαγόρευε ρητά. Έτσι λοιπόν, με μια μεγαλοκαρδία αταίριαστη με την περίσταση και που σίγουρα οποιοσδήποτε νοήμων άνθρωπος, κατά πάσα πιθανότητα θα την χαρακτήριζε ηλίθια, άρπαξα ένα μακρύ κλαδί που βρήκα στο έδαφος και με τρόπο τράβηξα προς το μέρος μου το γυάλινο μπολ με την πατατοσαλάτα. 

Με την καρδιά στα πόδια το άρπαξα κι έφυγα τρέχοντας προς την όχθη της λίμνης, όπου το άδειασα και το ξέπλυνα. Το επόμενο βήμα απαιτούσε από μένα υπέρτατη ψυχραιμία και απεριόριστη προσοχή, αν ήθελα να γιορτάσω τα γενέθλιά μου τον επόμενο μήνα. Κρατώντας το μπολ μπροστά στο στήθος μου σαν ασπίδα, πλησίασα από πίσω Αφροξυλάνθη, παρακαλώντας να μη με πάρει πρέφα κάποιο από τα οκτώ μάτια της. Με ένα πλονζόν βούτηξα από πάνω της και την κουκούλωσα με το σκεύος πριν καν προλάβει να καταλάβει τι και από που την βρήκε. Με την ανάσα μου να βγαίνει κοφτή και τρεμουλιαστή και την καρδιά μου να χτυπάει στα μηνίγγια μου, έχωσα κάτω από το μπολ το καπάκι του και σιγά-σιγά το έφερα στη θέση του, έτσι ώστε να μπορώ να το κουμπώσω. Με την αράχνη μέσα στο τάπερ και το καπάκι ασφαλισμένο, μπορούσα πια να ηρεμήσω και να ξαναβρώ τις ανάσες μου. 

Ημιθανής μα και περήφανη για τη διάσωση της ταραντούλας, μα πρωτίστως του κώλου μου, μάζεψα τα τσουμπλέκια μου κι έφυγα για το σπίτι της θείας μου, με σκοπό να επιστρέψω την Αφροξυλάνθη στο νόμιμο κάτοχό της, παρέα με ένα γερό χεστήριο για την ανευθυνότητά του. Φεύγοντας έπεσε το μάτι μου ξανά στην πιτσιρίκα που στο μεταξύ είχε μείνει με το βρακί και πλατσούριζε γυμνή στη λίμνη, πράγμα που επίσης μου δημιούργησε αίσθημα ανησυχίας. Ένα παιδί μόνο του δίπλα στη λίμνη, χωρίς επιτήρηση; Ωστόσο δε πρόλαβα να το σκεφτώ περισσότερο, γιατί η μικρή μόλις είδε ότι πλησίασα έτρεξε κοντά μου και με ρώτησε τι έχω στο μπολ κι αν είναι φαΐ. Μόλις όμως της είπα ότι δεν έχω φαγητό και της έδειξα την ταραντούλα εκείνη άρχισε να χτυπιέται και να ωρύεται, σα δαιμονισμένη. Δε μπορούσα να την κάνω καλά με τίποτα. Βρε καλή μου, βρε χρυσή μου, ηρέμησε. Τίποτα. Μέχρι που χέστηκε. Πραγματικά χέστηκε το κοριτσάκι. Όχι τρόπος του λέγειν. Κυριολεκτικά. Της έφυγαν. Τα έκανε. Σκατά!

Τρελαμένη από τον τρόμο που προκάλεσα στο κορίτσι άθελά μου, τύλιξα όπως όπως το μπολ στην πετσέτα για να μην το βλέπει και το πέταξα παρακεί. Προσπάθησα να την πάρω αγκαλιά, να την ηρεμήσω με γλυκόλογα, ακόμα και να της τραγουδήσω όποιο τραγούδι μου ερχόταν στο μυαλό, μα εκείνη αντί να ηρεμήσει γινόταν όλο και χειρότερα. Φρικαρισμένη άσχημα πλέον από την υστεριάζουσα κοπελίτσα, πήρα το ρίσκο να την αφήσω εκεί και να πάω να φέρω τη μάνα της να την κάνει καλά εκείνη. Εννοείται φυσικά ότι πήρα το μπολ με την αράχνη μαζί μου, μην έχουμε τίποτα ντράβαλα.  

Κίνησα γρήγορα για το σπίτι της μα φτάνοντας διέκρινα πως η αγροικία δεν ήταν όπως παλιά. Έμοιαζε έρημη και απεριποίητη. Προφανώς αντιμετωπίζουν οικονομικά προβλήματα οι άνθρωποι, σκέφτηκα πριν χτυπήσω την πόρτα. Όταν δε μου άνοιξαν πήγα στην πόρτα της κουζίνας και ξαναχτύπησα αλλά ούτε κι εκεί έλαβα κάποια απάντηση. Φώναξα αλλά ούτε φωνή ούτε ακρόαση. Το σπίτι έμοιαζε όντως έρημο. Κοίταξα τριγύρω και τότε είδα παραπέρα το στάβλο. Πήγα εκεί κι όντως, άκουσα ήχους από μέσα. Η πόρτα ήταν μισάνοιχτή, γι’ αυτό αν και όπως απαιτούν οι καλοί τρόποι χτύπησα, δεν περίμενα να μου απαντήσουν, την έσπρωξα και μπήκα. 

Μου πήρε κάποια ώρα να συνηθίσω τη διαφορά από το εκτυφλωτικό φως της ημέρας στο ημίφως που επικρατούσε εκεί μέσα. Στο μεταξύ η πόρτα έκλεισε από το βάρος της πίσω μου. Όταν πια τα μάτια μου συνήθισαν μπόρεσα να διακρίνω ξεκάθαρα τις εικόνες. Οι γονείς της μικρής ήταν σίγουρα εκεί. Τυλιγμένοι σε ένα τεράστιο κουκούλι ο καθένας τους και τριγύρω τους εργάζονταν ευσυνείδητα, πλέκοντας εκατομμύρια ιστούς, ευμεγέθεις ταραντούλες. Ένας στριγκός ήχος μέσα από το γυάλινο μπολ έκανε τις αράχνες να κοκκαλώσουν για μια μόνο στιγμή κι αμέσως μετά να στραφούν όλες μαζί προς το μέρος μου. 

Πέταξα στο πάτωμα το μπόγο και προσπάθησα να ανοίξω την πόρτα που όμως κλείνοντας είχε μανταλώσει απ’ έξω. Κόλλησα με την πλάτη στην πόρτα κι αναμετρήθηκα με το βλέμμα χιλιάδων τεράστιων, μαύρων, τριχωτών, σιχαμένων, φρικιαστικών αραχνών. Και δεν υπήρχε καμία αμφιβολία για το ποιος θα ήταν τελικά ο νικητής της αναμέτρησης.


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Όταν το δύο γίνεται ένα

MAYDAY! MAYDAY! MAYDAY!

Ένα τραγούδι για μια καρδιά με γούνα μαύρη