Τέλος εγγραφής


Όνοματεπώνυμο μηνυτή: Σταματίνα Π. Μωραΐτη

Ημερομηνία γέννησης: 10/10/1972

Τόπος γέννησης: Αθήνα

Ονοματεπώνυμο μηνυόμενου: Ιάσωνας Γ. Κατσάνος

Ημερομηνία γέννησης: 15/09/1970

Τόπος γέννησης: Αθήνα


ΘΕΜΑ: Κατάθεση Σταματίνας Μωραΐτη σχετικά με το βιασμό της από τον σύζυγό της Γεράσιμο Κατσάνο (απομαγνητοφώνηση υπαστ. Β’ Ι. Δούρου)


        Το προηγούμενο βράδυ της επίμαχης ημέρας διανυκτέρευσα στο σπίτι μιας φίλης η οποία είχε τα γενέθλιά της και μας είχε καλέσει για ένα ποτό. Η αλήθεια είναι ότι δεν έκρινα απαραίτητο να ενημερώσω σχετικά τον σύζυγό μου, μιας και τον τελευταίο καιρό ούτε κι εκείνος φροντίζει να με ενημερώσει για τις φορές που θα διανυκτερεύσει εκτός της οικίας μας. Φτάνοντας στο διαμέρισμα κατευθύνθηκα απευθείας προς το υπνοδωμάτιο μας, όπου έπεσα μούρη με μούρη με τον Ιάσωνα ο οποίος στεκόταν βλοσυρός, κατάχλομος, με κόκκινα μάτια και αναμαλλιασμένο κεφάλι και με παρακολουθούσε. Με ικανοποίηση είδα ότι έδειχνε να έχει περάσει μαρτυρική νύχτα.

«Καλημέρα» του είπα.

«Έχεις ιδέα τι ώρα είναι;» με ρώτησε έξαλλος από θυμό. 

«Να σου πω… είναι έντεκα παρά τέταρτο.» του απάντησα και τον προσπέρασα μπαίνοντας τελικά στο δωμάτιο.

«Τηλεφώνησα σε όλα τα νοσοκομεία, στους φίλους και στους γονείς μου μην τυχόν και σου συνέβη κάτι κι εσύ έρχεσαι στις έντεκα το πρωί και με ειρωνεύεσαι! Που ήσουν Ματούλα;»

        Χωρίς να απαντήσω άρχισα να γδύνομαι, ξεκινώντας από τα παπούτσια μου και συνεχίζοντας με το φόρεμά μου μέχρι που έμεινα μόνο με τα εσώρουχα. Εκείνη τη στιγμή παρατήρησα τον σύζυγό μου ότι με κοιτούσε σαν αποχαυνωμένος και τον ειρωνεύτηκα ρωτώντας τον αν του άρεσε το θέαμα. Εκείνος μουρμούρισε μια καταφατική απάντηση

«Ωραία! Τότε απόλαυσε το όσο μπορείς γιατί δεν θα το έχεις για πολύ ακόμα» του ανακοίνωσα ήρεμα.

    Πρέπει να του χρειάστηκαν μερικές στιγμές μέχρι να συνειδητοποιήσει τι εννοούσα, γιατί λίγο μετά με ρώτησε καχύποπτα:

«Τι εννοείς;»

«Αυτό που κατάλαβες Ιάσωνα! Χωρίζουμε!»

«Γιατί;» 

«Τολμάς και ρωτάς κιόλας;»

«Ναι, τολμώ γιατί δεν καταλαβαίνω τι σε έπιασε. Πρόκειται για ότι έγινε προχθές; Σου είπα ότι θα έβγαινα με τα παιδιά γιατί έτσι είχαμε κανονίσει.» μου σέρβιρε την πρώτη δικαιολογία που του ήρθε. «Αν θέλεις πάρε τα παιδιά να τα ρωτήσεις» συμπλήρωσε.

«Ναι … ρώτα τον μπάρμπα μου τον ψεύτη!» τον ειρωνεύτηκα ξανά και φόρεσα τη ρόμπα μου γιατί ξαφνικά το βλέμμα του με είχε κάνει να νιώθω άβολα.

«Αποκαλείς τους φίλους μου ψεύτες;» με προκάλεσε.

«Και τους φίλους και εσένα Ιάσωνα!» του δήλωσα.

«Ματούλα κάτι δεν πάει καλά μ’ εσένα, κάτι έχεις πάθει. Δεν είσαι η ίδια … παλιότερα μ’ εμπιστευόσουν και λίγο»

«Παλιότερα ήσουν άξιος της εμπιστοσύνης μου, όχι όμως πλέον!»

«Μα δεν έχει αλλάξει τίποτα σε μένα. Ίσα-ίσα που σε αγαπώ και δουλεύω πολύ για να μην σου λείπει τίποτα.»

«Όχι Ιάσωνα! Δεν δουλεύεις! Ξενοπηδάς! Κι αυτό συμβαίνει εδώ και κάμποσο καιρό. Έχουν μπει τρίτα άτομα ανάμεσά μας και το ξέρουμε κι οι δύο γι’ αυτό μην μπεις στον κόπο να πεις κι άλλα ψέματα» τον προειδοποίησα γιατί, ειλικρινά σας μιλάω, δεν άντεχα άλλο τα ψέματά του.

        «Μα τι συζητάς τώρα; Τι μου λες;» συνέχισε το θέατρο.

        «Ιάσωνα σε έχουν δει!» Δε ξέρω γιατί του το είπα αυτό, αφού δεν ήταν αλήθεια. Κανείς δεν τον είχε δει, κανείς δε μου είχε πει τίποτα. Μόνη μου το κατάλαβα από τη συμπεριφορά του. Κι όμως έπιασε.

        «Αυτή η παλιοκουνίστρα, η πούστρα ο αδελφός σου στα πρόλαβε ε; Κατά τα’ άλλα δεν ήθελε να σε πικράνει. Όμως Ματούλα πίστεψέ με, δεν ήταν τίποτα σοβαρό. Δε συνέβη τίποτα...» 

Εκείνη τη στιγμή μου ήρθε σκοτοδίνη. Ένιωθα τα πόδια μου να μη με κρατούν. Ήταν όντως αλήθεια, όχι η ιδέα μου. Κι ο Μάνος … ο Μάνος, ο ίδιος μου ο αδελφός, ήξερε και δεν μου είπε τίποτα. Με πρόδωσε κι αυτός, καταλαβαίνετε; Γύρισα και κοίταξα τον Ιάσωνα σαν να ήταν ξένος και του ανακοίνωσα αυτό που έμελλε να γίνει η καταδίκη μου:

«Αύριο καταθέτω αίτηση διαζυγίου. Είναι τελεσίδικη η απόφασή μου γι’ αυτό μην προσπαθήσεις να με μεταπείσεις.»

        Αν τον είχα χαστουκίσει έτσι δεν θα τιναζόταν. Το πρόσωπό του ευθύς αγρίεψε κι έκανε δυο βήματα μπρος και με τα χαρακτηριστικά του παραμορφωμένα, έτσι όπως ποτέ πριν δεν τα είχα ξαναδεί μου είπε:

«Τίποτα δεν θα κάνεις, μ’ ακούς; Είσαι η γυναίκα μου και δεν σ’ αφήνω να φύγεις.»

«Αυτό έπρεπε να το σκεφθείς πριν με κερατώσεις. Δεν είναι πια στο χέρι σου να με κρατήσεις και τώρα σε παρακαλώ άσε μου τα χέρια γιατί με πονάς» απαίτησα με φωνή όσο μπορούσα πιο ήρεμη, στην πραγματικότητα όμως ο φόβος είχε ριζώσει στην καρδιά μου. Η κατάσταση δεν προμήνυε τίποτα καλό. 

        «Θα σου δείξω εγώ τι είναι στο χέρι μου και τι όχι» είπε μέσα από τα δόντια κι έσκυψε και τη φίλησε με πρωτοφανή βιαιότητα. 

        Τα χείλη του όμως, σαρκώδη όπως ήταν, ρουφούσαν τα δικά μου με δύναμη και η γλώσσα του πίεζε τα δόντια μου για να ανοίξουν. Πανικοβλημένη και πονώντας τόσο στην ψυχή όσο και στο σώμα, προσπαθούσα μάταια να ελευθερωθώ. Με κρατούσε τόσο σφιχτά που κάθε προσπάθεια να απεγκλωβιστώ μόνο επιπλέον πόνο μου προκαλούσε. Όταν αυτός τραβήχτηκε για ένα μόνο λεπτό, πρόλαβα και είδε την παράνοια που καθρεφτιζόταν στο βλέμμα του. Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι αυτό το ανθρωπόμορφο κτήνος ήταν εκείνος ο γλυκός και τρυφερός άνθρωπος που είχε παντρευτεί πριν από επτά χρόνια. 

        «Όχι, Ιάσωνα σταμάτα!» ούρλιαξα. «Σταμάτα!»

        Ο Ιάσωνας με την τρέλα και τον πόθο να καταλύουν και το παραμικρό ψήγμα λογικής κι ενσυναίσθησης που μπορεί να τον διέκριναν μέχρι τότε, συνέχιζε την επέλαση στο κορμί μου, αγνοώντας με. Με το ένα χέρι έλυσε τη ζώνη της ρόμπας μου, ενώ με το άλλο κρατούσε τα δυο δικά μου από τους καρπούς. Κατόπιν χούφτωσε το στήθος μου μια κίνηση τόσο βάναυση που ούρλιαξα. Το ουρλιαχτό μου όμως δεν έφτασε ούτε καν ως τα αυτιά μου, αφού το έπνιξε σε ένα ακόμα ρουφηχτό φιλί. Δεν θυμάμαι σε ποιο σημείο ακριβώς αλλά κάπου εκεί ήταν που κρατώντας με το ένα χέρι του, τους καρπούς μου σφιχτά ενωμένους πάνω από το κεφάλι μου, αφαίρεσε με το άλλο το εσώρουχό μου. Η κίνηση ήταν απότομη και ένιωσα το ύφασμα να με καίει στα πιο ευαίσθητα σημεία της επιδερμίδας μου.

        Και τότε… τότε…

        Τότε… Έπεσε πάνω μου με όλο του το βάρος και παρ’ όλη την αντίσταση που του πρόβαλα, μου άνοιξε τα πόδια και εισέβαλλε ορμητικά μέσα μου. Βγάζοντας πάνω μου όλα τα κτηνώδη του ένστικτα, μπαινόβγαινε, εμβολίζοντάς με, μέ τόση δύναμη, που νόμιζα ότι θα με σκοτώσει. Όλη αυτή την ώρα του φώναζα «όχι, Ιάσωνα, όχι, όχι, όχι» αλλά δεν άκουγε τίποτα. Μουγκρητά ξεχύνονταν από τα βάθη του στέρνου του, μουγκρητά που σε τίποτα δεν θύμιζαν άνθρωπο αλλά αγρίμι σε παροξυσμό. Δε μπορούσα να κάνω τίποτα πια παρά να παραδοθώ στη μοίρα που μου έλαχε και να υπομείνω το μαρτύριο με τα μάτια μου να τρέχουν ποταμούς δακρύων, παρασέρνοντας στο πέρασμά τους προσευχές προς ένα θεό που φαίνεται πως κώφευε στις ικεσίες μου.

        Κι όταν επιτέλους, με έναν τελευταίο σπασμό το μαρτύριο τελείωσε, τον έσπρωξα με όση δύναμη είχα και εξακοντίστηκα σχεδόν, έξω από το υπνοδωμάτιο. Μπήκα στο μπάνιο και διπλοκλειδώθηκα. Έμεινα κολλημένη πίσω από την πόρτα, ασθμαίνοντας και περιμένοντας, τι ούτε κι η ίδια ήξερα. Ωστόσο, η ναυτία που ανέβηκε στο λαιμό με απάλλαξε προσωρινά από την αγωνία της αναμονής. Έσκυψα πάνω από τη λεκάνη της τουαλέτας και άδειασα τα σωθικά μου. Όταν καταλάγιασαν οι σπασμοί στο στομάχι μου, σύρθηκα με κόπο ως το ντους. Άνοιξα το καυτό νερό και το άφησα να κυλά επάνω μου καυτηριάζοντας τα μιαρά σημάδια του βιασμού μου. Ο πόνος από το καυτό νερό έπαιρνε τον πόνο γι’ αυτό και ήταν καλοδεχούμενος. Έκλαψα πολύ. Σπάραξα για ώρα, μέχρι που κάθε μου ίνα στέγνωσε. Άρπαξα το σαπούνι και ένα σκληρό σφουγγάρι και έτριψα κάθε χιλιοστό του πονεμένου μου κορμιού, προσπαθώντας έτσι να σβήσω τη βρωμιά που ένοιωθα κολλημένη πάνω μου, ενώ το νερό εξακολουθούσε να τρέχει, παγωμένο πλέον.

        Τα υπόλοιπα τα ξέρετε…


ΤΕΛΟΣ ΕΓΓΡΑΦΗΣ



Υ.Γ. Το παρόν κείμενο είναι κομμάτι ενός μεγαλύτερου κειμένου. Παρόλο που η κεντρική ιδέα παραμένει η ίδια, έχουν πραγματοποιηθεί πολλές αλλαγές από το πρωτότυπο κείμενο, στα πλαίσια μιας εργασίας, στο μάθημα δημιουργικής γραφής.


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Όταν το δύο γίνεται ένα

MAYDAY! MAYDAY! MAYDAY!

Ένα τραγούδι για μια καρδιά με γούνα μαύρη