Νυχτερινός εισβολέας
Κάθομαι στη βεράντα με τα πόδια ξυπόλητα και το σώμα καλυμμένο με ένα χαχόλικο και χιλιοφορεμένο t-sirt. Καπνίζω το τελευταίο τσιγάρο της ημέρας, ξεφυσώντας χοντρές τολύπες καπνού προς τον ουρανό. Είναι τέλη Σεπτέμβρη και η νυχτιά έχει αυτή τη γλύκα του φθινοπώρου και την τραχύτητα του θέρους που μένει πίσω. Έχω μόλις σηκωθεί από το κρεβάτι αφήνοντας πίσω έναν ξεθεωμένο εραστή να κοιμάται αποκαμωμένος από τις ώρες σκληρού έρωτα. Τι έρωτα λέω; Σεξ μανίτσα μου! Σεξ! Απλό, ωμό, πρόστυχο σεξ! Τα μάτια μου πέταξε και το καταφχαριστήθηκα, σκέφτομαι και ρουφώ απολαυστικά μια τζούρα.
Τούτη δα ακριβώς τη στιγμή, ένας αδιόρατος θόρυβος τραβάει την προσοχή μου. Κάτι ή κάποιος κινείται ανάμεσα στις φυλλωσιές, κοντά στην περίφραξη του σπιτιού. Μάλλον θα είναι πάλι αυτός ο ενοχλητικός ο γείτονας, που του αρέσει να με παίρνει μάτι κάθε βράδυ. Δεν ανησυχώ. Είναι λίγο κούκου ο τύπος. Χαζούλης μα ακίνδυνος. Μπαίνει ο διάολος μέσα μου κι αποφασίζω να παίξω μαζί του. Όμως αυτό που παρατηρώ στη συνέχεια με κάνει να μαζευτώ σαν κουβάρι στην καρέκλα μου. Δυο μικρές κατακόκκινες λάμψεις φεγγοβολούν σε σημείο πολύ ψηλότερα από εκεί όπου κανονικά θα βρίσκονταν τα τσίμπλικα τα μάτια του γειτονόπουλου. Δε μπορούσα να καταλάβω τι είναι αλλά μοιάζουν σα να πάλλονται, σα να έχουν ζωή και βούληση δική τους. Είναι κόκκινα και φωταυγή, σαν ορυκτά από άλλο πλανήτη. Μένω να τα κοιτώ παγωμένη, μέχρι που η καύτρα του τσιγάρου φτάνει στα δάχτυλά μου και με ζεματάει. Με μια αυτόματη κίνηση τινάζω το χέρι μου και φέρνω το δάχτυλό μου στο στόμα, γλείφοντας το καμένο δάχτυλο, χωρίς να τραβώ τα μάτια από τους πυροκόκκινους πυρσούς που εξακολουθούν και με καρφώνουν. Γεύση δέρματος, καπνού και κάτι άλλο πιο... πικάντικο, ερεθίζουν τους γευστικούς μου κάλυκες και μου θυμίζουν ότι δεν βρίσκομαι μόνη στο σπίτι κι αναθαρρεύω. Θα πάω να ελέγξω!
Ακουμπώ τις γυμνές μου πατούσες στο νοτισμένο, από τη νυχτερινή υγρασία δάπεδο και με στήριγμα τα μπράτσα της πολυθρόνας μου, κάνω τα πρώτα αβέβαια βήματα προς τα πέντε σκαλοπάτια που οδηγούν στον κήπο. Φοβάμαι ότι θα σωριαστώ γι’ αυτό αρπάζομαι όσο πιο γερά μπορώ από την ξύλινη κουπαστή. Πέντε, τέσσερα, τρία σκαλοπάτια. Τα κατεβαίνω ένα-ένα χωρίς να τραβώ το βλέμμα μου από τα κόκκινα φανάρια. Δύο, ένα και στο επόμενο βήμα η δεξιά μου πατούσα δέχεται ψυχρολουσία αφού πατάω σε μια νερολακούβα που έμεινε από το απογευματινό πότισμα. Παίρνω μια βαθιά ανάσα και κρατώ τον αέρα μέσα μου. Νιώθω το νερό πιο κρύο απ’ ότι πιθανόν είναι στην πραγματικότητα, να μου διαπερνά δέρμα, μύες και κόκκαλα, και αφήνω την ανάσα να βγει τρεμουλιαστή από τα χείλη μου. Ένα βήμα ακόμα για να βρεθώ σε στεγνότερο δάπεδο, στρωμένο ωστόσο ολούθε, με τα καρφιά του ψύχους που ξεχύνεται από μέσα μου. Το βλέμμα μου πέφτει στην τσουγκράνα του κηπουρού. Την αρπάζω και με αυτή στα χέρια, ευθύς νιώθω αδίσταχτη υπερασπίστρια της ζωής και της ιδιοκτησίας μου. Με προτεταμένο το εργαλείο, συνεχίζω να πλησιάζω τον εισβολέα που με παρακολουθεί ομολογουμένως με ανανεωμένο ενδιαφέρον και όλως περιέργως χωρίς φόβο και σίγουρα χωρίς πάθος.
Πριν προλάβω να κάνω το επόμενο βήμα, το σπίτι λούζεται στο λευκό φως ενώ μια βαριά αντρική φωνή μου κόβει τα ήπατα: «Τι συμβαίνει; Τι κάνεις βραδιάτικα με την τσουγκράνα»; Ξαφνιασμένη, μπήζω τις φωνές κι εξακοντίζω την τσουγκράνα ίσαμε δυο μέτρα μπροστά, κάτω ακριβώς από τα κόκκινα στίγματα. Το ίδιο δευτερόλεπτο αυτά εξαφανίζονται κι ένα ευμέγεθες πουλί γκρι, φτερωτό με μεγάλα, εκφραστικά μάτια, κάνει την εμφάνισή του φτεροκοπώντας πανικόβλητο. Το πτηνό εγκαταλείπει ατάκτως τα κλαδιά του δέντρου εμπρός μου και δραπετεύει προς το ουράνιο στερέωμα κρώζοντας με τη στριγκιά, διαπεραστική φωνή του. Ω Θε μου, ήταν μόνο μία κουκουβάγια!
Photo: istockphoto.com
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου