Κυτίον Παραπόνων


Ο Αύγουστος τελείωσε. Μπήκε ο Σεπτέμβρης. Φτάσαμε ήδη στα μέσα του. Σε λίγο θα φύγει κι αυτός. Θα μπει, αργά και μελαγχολικά ο Οκτώβρης. Ο αμπέλωπας, εδώ που κάθομαι, στην αυλή μου, έχει αρχίσει να ψιλοκοκκινίζει. Όχι από τη ντροπή του. Απλά… πεθαίνει. Τα φύλα του πεθαίνουν, μόνο και μόνο για να ξαναγεννηθούν μεγαλοπρεπώς, σε μερικούς μήνες.

Μελαγχολώ.  Κλείνω τα μάτια και γέρνω το κεφάλι προς τα πίσω. Ένα ελαφρύ αεράκι με κάνει κι ανατριχιάζω. Κόσμος έρχεται, κόσμος πάει, a casa d’ Irene… Το ακούω στο ξεχαρβαλωμένο τρανζιστοράκι που, κάποιος ξέχασε μια μέρα στο λεωφορείο κι εγώ σαν γνήσια Ελληνίδα το σούφρωσα, αντί για να το παραδώσω στο σταθμαρχείο. «Σιγά μην το αποζητήσει» σκέφθηκα τότε για τον ιδιοκτήτη του. «Σαράβαλο είναι», συμπλήρωσα τη σκέψη, απενοχοποιώντας πλήρως τον εαυτό μου, για την παρασπονδία μου.

Στο απέναντι παρκάκι, δυο γερόντια, με κυρτωμένες πλάτες, συζητούν χειρονομώντας, από κάπου ακούγεται ο ήχος του ταβλιού κι ενός μωρού που κλαίει. Η πόλη ζει έντονα ακόμα και μέσα σε αυτή την κάψα κι εγώ μελαγχολώ. Όχι γιατί έφυγε το καλοκαίρι αλλά γιατί έφυγε, χωρίς να προλάβω να του πω ένα «γεια». Έτσι, κάθομαι εδώ, και γράφω. Γράφω αυτό το… γράμμα –σε ποιον δεν ξέρω- και που και που κανένα άρθρο, καμιά ιδέα, που μου’ ρθε έτσι στα ξαφνικά, σαν «σφήνα». Γιατί όλα έτσι έρχονται στη ζωή. Σφήνες. Εμβόλιμα. Κι εμείς δεν έχουμε χρόνο –ούτε και χρήμα- για εμβόλια. Να ανοσοποιηθούμε από τα σημεία των καιρών, από τους (υ)ιούς που μας περιβάλλουν.

Αν ήταν εδώ, θα της έλεγα: "Πιάσε βρε γιαγιά, ένα καφεδάκι, από κείνο το σπέσιαλ, που μόνο εσύ ξέρεις να σιάχνεις. Με δυο φουσκάλες και παχύ-παχύ καϊμάκι. Κι έλα κάτσε δω, να τα πεις με την εγγονή σου." Τώρα όμως, εκείνη έχει φύγει κι εγώ… εγώ πίνω ένα νερόπλυμα, με μπόλικο αφρό από πάνω. Ένα νερόπλυμα, απ’ αυτά που πουλάν σε μεταλλικά ή γυάλινα κουτιά στις υπεραγορές, παρέα με ένα γυάλινο ποτήρι του σωρού, που όμως ξαφνικά αποκτά τερ-αστεια αξία, γιατί έχει πάνω μια ζωγραφιά, διάσημου δημιουργού. Αναπολώ τον παλιό καλό καιρό… «παλιά, όχι όμως πολύ παλιά» που λέει μια φίλη. Γνήσιος Ελληνικός καφές και νεράκι υγιεινό. Όχι στιγμιαίος και νερό εμπλουτισμένο με… χλώριο!

«Παραπονάκι μου εσύ», θα μου έλεγε η γιαγιά και θα μου χτύπαγε τρυφερά το χέρι, με τα μακριά, ροζιασμένα από τις κακουχίες δάχτυλα. «Εν θάδε κείται το κυτίον παραπόνων, για μας τους παραπονιάριδες, Γιωτί. Που δε μας αρέσει η ζωή, όπως κάποιοι, εμείς οι ίδιοι ίσως, την καταντήσαμε». Σοφή μου γιαγιά. Πόσο δίκιο είχες… Πλαστικές τροφές, θολό νερό, μολυσμένος αέρας. Άγχος, άγχος, άγχος. Ζωή ποιότητας ΑΑΑ! Άγχος, ανέχεια, απόγνωση. ΑΑΑ!

ΆΑΑι στο καλό! Τι μ’ έπιασε σήμερα; Γιατί τόσο γκρίζο; Ίσως να φταίει το χώμα που μυρίζει βροχή και τα γκρίζα σύννεφα που δεν λένε να αμολύσουν το ζωοποιό στοιχείο. Ίσως πάλι να φταίει πως…

Πώς να το πω; Πώς να το ομολογήσω; Η πόλη ζει έντονα κι εγώ μελαγχολώ. Μου αρέσει αυτό το σχήμα το οξύμωρο. Με κάνει ευτυχισμένη ή έστω χαρούμενη. Γιατί μελαγχολώντας, συνειδητοποιώ πως ο οργανισμός μου αντιδρά. Απεργεί, μαζί με τη ΔΕΗ, τα ταξί, τον ΟΑΣΑ, το Τραμ, τη ΓΣΕΕ και δε συμμαζεύεται… Κατεβάζω ρολά και μελαγχολώ. Θλίβομαι και μελαγχολώ. «Καλημέρα θλίψη» που έγραψε κάποτε η αγαπημένη μου Φρανσουάζ. Θλίβομαι, μελαγχολώ κι επιβιώνω. Επιβιώνω μαζί με όλους εσάς. Γιατί αυτό που βιώνω, μόνο επιβίωση μπορεί να χαρακτηριστεί. Όχι Ζωή.

Ωραία η «τέχνη της επιβίωσης», που χρόνια τώρα μας σερβίρουν σε κρύο πιάτο, όμως πεπαλαιωμένο το μοντέλο. Η νέα μόδα επιτάσσει το «ευ ζειν». Εύ-κολο ζειν, ευ-τυχές ζειν, ευ-χάριστο ζειν. Πφφφ… μπαρούφες! Μπαρούφες όλων αυτών, που το μόνο τους ταλέντο είναι να δημιουργούν τεχνητούς κόσμους για τον κόσμο. Matrix της νέας γενιάς και της κακιάς ώρας. Λυπάμαι… δεν τον δέχομαι τον τρόπο ζωής που μου προσφέρετε. Δεν πιστεύω στα μεγαλόπνοα σχέδιά σας. Γυρνώ την πλάτη στις κούφιες υποσχέσεις σας και τα μεγάλα καλάθια σας.

Οι δικαιολογίες γιοκ λοιπόν! Πάπαλα τα όργανα. Finita la musica, passata la fiesta παίδες. «Σκίσε Γιώτα τα μνημόνια κι αδράξε τη στιγμή», σα να ακούω τη γιαγιά να λέει. Ο Μιχάλης λέει μέσα από το τρανζιστοράκι, να σηκώσω τα «Χέρια ψηλά». Και το κεφάλι επίσης, λέω εγώ. Έξω το στήθος, μέσα ο πωπός. Ώρα για να μάθουμε την «τέχνη της ζωής». Αυτήν που, επί αιώνες κατεργάζονταν, οι πρόγονοί μας. Σαν αυτή, που τραγουδά η Λένα η Αλκαίου, σ’ ένα απ’ τα προηγούμενα CD της ή σαν κι εκείνη που περιγράφει στην ταινία/ντοκυμαντέρ του, ο Pan Nalin.

Αiuto! Αiuto σύντεκνοι! Δώστε μία χέρα βοηθείας, μην αρπάξω τη μαχαίρα!

«Χέρια ψηλά» και το κεφάλι επίσης!

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Όταν το δύο γίνεται ένα

MAYDAY! MAYDAY! MAYDAY!

Ένα τραγούδι για μια καρδιά με γούνα μαύρη