Δίψα
Ημέρα εξηκοστή δεύτερη.
Νοιώθω το κεφάλι μου βαρύ. Προσπαθώ να ξυπνήσω από το βαθύ ληθαργικό ύπνο που είχα βυθιστεί αλλά δεν τα καταφέρνω. Τα βλέφαρα μου ασήκωτα κι αυτά, σαν κάτι να τα τραβά να κλείσουν ξανά και ξανά. Βογκάω. Τα πάντα γύρω μου θεοσκότεινα. Πηχτό, μαύρο σκοτάδι. Ανοίγω το στόμα και πλαταγίζω τα χείλη και τη γλώσσα μου, που κολλάνε. Διψάω.
Κάνω να γυρίσω το κεφάλι και ξάφνου το πρώτο κύμα πανικού με κεραυνοβολεί. Δε μπορώ να το κουνήσω! Καθόλου. Δεν κινείται. Κάτι το κρατάει σταθερά στη θέση του. Και τότε συνειδητοποιώ την κατάσταση μου. Δεν είμαι ξαπλωμένος στο κελί μου. Είμαι καθιστός. Και μάλιστα δεμένος! Τα χέρια μου! Και τα πόδια μου! Κι αυτά δεμένα! Και γυμνός είμαι! Μόνο ένα εσώρουχο φοράω! Με αυτή τη σκέψη νιώθω ένα ρίγος να διαπερνά τη ραχοκοκκαλιά μου και να στέλνει ηλεκτρικές εκκενώσεις μέχρι τα ακροδάχτυλά μου. Προσπαθώ να καταλαγιάσω τον τρόμο που λεπτό το λεπτό με τυλίγει. Παίρνω βαθιά ανάσα και νιώθω τα πνευμόνια μου να τσούζουν σα να πνίγομαι. Είναι κι αυτή η δίψα που δε με αφήνει να σκεφτώ.
Μια πόρτα πίσω μου ανοίγει. Έπειτα το ψυχρό κλικ ενός διακόπτη κι ακολουθεί ο συριγμός του ηλεκτρικού ρεύματος που διατρέχει τις καλωδιώσεις. Και τότε ξαφνικά, η νύχτα γίνεται μέρα! Ένας τεράστιος προβολέας ανάβει ακριβώς μπροστά μου και με τυφλώνει. Ουρλιάζω από το ξάφνιασμα και κλείνω ερμητικά τα μάτια μου. Τινάζω τα χέρια σε μια απέλπιδα προσπάθεια να τα φέρω μπροστά στο πρόσωπο, να προστατευτώ από αυτό το εκτυφλωτικά λευκό φως. Το μόνο που καταφέρνω είναι να πληγώσω το δέρμα στα δερμάτινα λουριά και να τραντάξω τις αρθρώσεις μου. Φωνάζω από πόνο και πανικό. Σφίγγω όσο μπορώ περισσότερο τα μάτια αλλά εξακολουθώ και βλέπω το φως, κοκκινόχρυσο, μέσα από το λεπτό δέρμα των βλεφάρων μου. Φωνάζω σε αυτόν που βρίσκεται πίσω μου να σβήσει τον προβολέα. Αλήθεια, βρίσκεται κάποιος μέσα στο δωμάτιο ή είμαι πάλι μόνος; Δεν άκουσα την πόρτα να κλείνει. Φωνάζω ξανά. Ουρλιάζω. Με ακούει κανείς;
Κάνω μια προσπάθεια να ανοίξω το ένα μάτι. Το δεξί που βρίσκεται στη σκοτεινή, νομίζω, πλευρά του προσώπου μου. Αποτυχία. Υπάρχουν καθρέφτες ολόγυρα και το φως ανακλάται πάνω μου από παντού. Με κατακαίει. Ουρλιάζω.
Υποφέρω.
Το φως φέρνει ζέστη. Φως και ζέστη. Ζέστη και φως.
Με ψήνει. Με στεγνώνει.
Υποφέρω. Διψώ. Διψώ.
Φωνάζω, ικετεύω, ουρλιάζω, εκλιπαρώ.
Νερό, σας παρακαλώ. Νερό. Νεράκι. Σας παρακαλώ. Νεράκι. Διψώ.
Ουρλιάζω αλλά στα αυτιά μου δε φτάνει η φωνή μου. Την ακούω μόνο μέσα στο μυαλό μου. Δε βγαίνει ήχος. Δεν υπάρχει σάλιο να γρασάρει τις φωνητικές χορδές να παράγουν ήχους. Δε βγαίνει κιχ. Κανείς δεν ακούει το μαρτύριό μου. Διψώ.
Υποφέρω. Διψώ. Διψώ.
Θέλω να ανοίξω τα μάτια μου αλλά τα νιώθω να έχουν λιώσει. Βλέφαρα, τσίνορα, βολβοί, γινήκαν ένα. Ολόκληρος λιώνω από τη ζέστη και το φως. Το φως και τη ζέστη. Βοήθεια. Με ψήνει. Με στεγνώνει.
Υποφέρω. Διψώ.
Βοήθεια.
Μ’ ακούτε; ΒΟΗΘΕΙΑ!
Το κρύο νερό που πέφτει πάνω μου είναι συγχρόνως σωτήριο και βασανιστικό. Νιώθω σαν εκατομμύρια καρφίτσες να με τσιμπάνε σε κάθε γωνιά του κατακρεουργημένου μου κορμιού. Ωστόσο, με μανία απλώνω την ξεφλουδισμένη μου γλώσσα να αρπάξω στον αέρα έστω και μια σταγόνα από το ζωογόνο υγρό που τόσο έχει ανάγκη ο οργανισμός μου για να επιβιώσει. Κάποιος χώνει άτσαλα ένα μπουκάλι νερό στο στόμα μου, ματώνοντας τα ήδη πληγιασμένα ούλα μου. Ρουφάω το νερό αχόρταγα, μέχρι που αδειάζω το μπουκάλι. Και μετά ξερνάω το μισό βήχοντας και φτύνοντας.
«Και τώρα, θα μιλήσεις ή ν’ ανάψω ξανά τη λάμπα;»
____________________
Σημείωση: Η παρούσα ιστορία αποτελεί μια άτυπη συνέχεια εκείνης με τον τίτλο "Η σκοτεινότερη ώρα" που μπορείτε να βρείτε εδώ.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου