Στην προσωπική μου φυλακή
[…] Κλείστηκα μεσ’ την φυλακή
για μια κουβέντα ειρωνική
τον εαυτό μου μια στιγμή να τιμωρήσω
κι έκλεισα μέσα μια ζωή
για υπόθεση προσωπική […]*
Είμαι εγώ και είμαι καλά! Επιβιώνω μέσα στην δική μου, την προσωπική τη φυλακή. Συγκρατούμενες οι ελπίδες μου και δεσμοφύλακες οι φόβοι μου. Ο δικαστής που με έκλεισε πίσω από τα αόρατα κάγκελα της φυλακής μου, ο ίδιος μου ο εαυτός. Σκληρός και αδυσώπητος. «Καταδικάζεσαι δις ισόβια και πέντε μήνες». Το έγκλημά μου –μη ρωτήσεις- άγνωστο γνωστό. Σε μένα, όχι σε σένα που διαβάζεις τούτες τις αράδες.
Σηκώνω το κεφάλι κι αντικρίζω των σομιέ, τον από πάνω. Λυγίζει από το βάρος και καμπυλώνει. Θα πέσει πάνω μου; Δακρύζω. Δάκρυ αρύ αλλά βαρύ. Κοιτώ δεξιά και παρατηρώ τα σύννεφα. Ριγέ κι αυτά, όπως όλα εδώ τριγύρω, στην προσωπική μου φυλακή. Ριγέ και τα όνειρα, σε γκρι και πορτοκαλί φόντο. Κι η αφίσα εκείνη, η ξεθωριασμένη, ριγέ κι αυτή από τις σκιές που πέφτουν πάνω της. Όλα ριγέ.
τον εαυτό μου μια στιγμή να τιμωρήσω
κι έκλεισα μέσα μια ζωή
για υπόθεση προσωπική […]*
Είμαι εγώ και είμαι καλά! Επιβιώνω μέσα στην δική μου, την προσωπική τη φυλακή. Συγκρατούμενες οι ελπίδες μου και δεσμοφύλακες οι φόβοι μου. Ο δικαστής που με έκλεισε πίσω από τα αόρατα κάγκελα της φυλακής μου, ο ίδιος μου ο εαυτός. Σκληρός και αδυσώπητος. «Καταδικάζεσαι δις ισόβια και πέντε μήνες». Το έγκλημά μου –μη ρωτήσεις- άγνωστο γνωστό. Σε μένα, όχι σε σένα που διαβάζεις τούτες τις αράδες.
Σηκώνω το κεφάλι κι αντικρίζω των σομιέ, τον από πάνω. Λυγίζει από το βάρος και καμπυλώνει. Θα πέσει πάνω μου; Δακρύζω. Δάκρυ αρύ αλλά βαρύ. Κοιτώ δεξιά και παρατηρώ τα σύννεφα. Ριγέ κι αυτά, όπως όλα εδώ τριγύρω, στην προσωπική μου φυλακή. Ριγέ και τα όνειρα, σε γκρι και πορτοκαλί φόντο. Κι η αφίσα εκείνη, η ξεθωριασμένη, ριγέ κι αυτή από τις σκιές που πέφτουν πάνω της. Όλα ριγέ.
Ρίγη. Ρίγη με διαπερνούν. Εκκενώνουν το κορμί μου. Ένας από τους δεσμοφύλακες πάει να δραπετεύσει από την δική μου, την προσωπική μου φυλακή μα οι συγκρατούμενοι τον τραβούν πίσω. «Εδώ θα μείνεις, εδώ να μας φυλάς», καγχάζουν στα μούτρα του.
Ένας ήχος, τρίξιμο, ακούγεται από αριστερά. Από μια σχισμή, τόση δα μικρή, βλέπω δυο έξυπνα ματάκια να σαρώνουν τον τόπο δεξιά κι αριστερά και μια μουσούδα μουστακάτη να τρέμει. Να μυρίζει τον αέρα και μετά να εξαφανίζεται. Βρωμάει εδώ και δεν αντέχει. Βρωμάει μούχλα και σαπισμένα όνειρα. Πώς να βαστάξει τέτοια μπόχα;
*Από το τραγούδι του Βασίλη Τερλέγκα, Υπόθεση Προσωπική
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου