Η σκοτεινότερη ώρα


Άνοιξα τα μάτια πανικόβλητος και μου πήρε λίγη ώρα μέχρι να καταλαγιάσει ο πανικός και να προσαρμοστεί η όρασή μου. Πάλι ο ίδιος εφιάλτης. Πάλι έζησα τις εικόνες της αρπαγής μου από την αρχή. Οι χτύποι της καρδιάς μου είναι τόσο δυνατοί που φοβήθηκα ότι θα πεταχτεί έξω από το στήθος μου. Ξεροκατάπια, ξανάκλεισα τα μάτια και πήρα μερικές βαθιές ανάσες. Προσπαθώ να σκεφτώ όμορφες εικόνες. Την γυναίκα μου και το άρωμά της. Τη βελούδινη φωνή της το πρωί όταν με ξυπνάει αντί για το ξυπνητήρι για να πάω στην υπηρεσία μου. Την Πίσσα μου. Το βέλγικο λυκόσκυλο που μεγαλώνω από κουτάβι. Πόσο θα της λείπω.

Άνοιξα ξανά τα μάτια με την ελπίδα ότι ο εφιάλτης τέλειωσε κι εγώ βρίσκομαι στο σπίτι μου. Στο κρεβάτι μου. Όχι. Δεν τελείωσε. Η εικόνα είναι η ίδια. Τίποτα δεν έχει αλλάξει. Πυκνό σκοτάδι και μόνο ένα μικρό τρίγωνο χλωμού φωτός να περνάει από την τρύπα που θέλουν να αποκαλούν παράθυρο. Τι ώρα να είναι; Μάλλον θα πρέπει να ξημερώσει σε λίγο αν κρίνω από το μαύρο του ξάστερου ουρανού που μόλις και μετά βίας βλέπω από εδώ που είμαι ξαπλωμένος. Λένε ότι τα λεπτά πριν ξεμυτήσει ο ήλιος είναι η σκοτεινότερη ώρα. Θα δείξει. 

Έκανα να σηκωθώ από το κρεβάτι αλλά οι σκουριασμένοι από την ακινησία είκοσι μέρες τώρα, μύες μου διαμαρτυρήθηκαν έντονα, στέλνοντας σήματα πόνου στο μυαλό μου. Αγνόησα τη μυαλγία και με μια απότομη κίνηση, που τη συνόδεψα με μια δυνατή κραυγή, έδωσα ώθηση στο κορμί μου και σηκώθηκα. Πήγα προς το παράθυρο και τράβηξα από κάτω του το ράντζο, που τόσο μεγαλόψυχα μου είχαν παραχωρήσει για να κοιμάμαι. Ανέβηκα πάνω του κι άκουσα τον σκουριασμένο σουμιέ να τρίζει ανατριχιαστικά. Χωρίς να δώσω περαιτέρω σημασία, στρέφω το κεφάλι μου προς το παράθυρο που καδράρει τη φωταυγή μεγαλούπολη κι ακουμπώ στο χέρι μου στο χοντρό αλεξίσφαιρο τζάμι, σε ένα χαιρετισμό που δεν θα δει κανείς. Στο βάθος, πέρα από την τσιμεντούπολη, φαίνεται και μια αχνή φωτεινή γραμμή που οριοθετεί τον ορίζοντα. Είχα δίκιο. Θα ξημερώσει σε λίγο. Ακόμα μια μέρα που θα δω το ξημέρωμά της μέσα από το παράθυρο της φυλακής μου.

Αποκαρδιωμένος και πασχίζοντας για μια ακόμη φορά να μην αφήσω τον πανικό να με καταβάλλει, σηκώνω το «κρεβάτι» μου όρθιο στον τοίχο, πάνω από την τρύπα στο πάτωμα. Είναι ώρα για την πρωινή μου γυμναστική, ο θεός να την κάνει. Όσο μπορώ και ότι μπορώ στο έξι επί οκτώ βήματα κελί της φυλακής μου, τόσο όσο να ξεμουδιάζω και να μην πονούν τα μέλη μου. Αρχίζω να περπατάω γύρω-γύρω σαν το θηρίο στο κλουβί του, με ολοένα αυξανόμενη ταχύτητα. Τις πρώτες μέρες ζαλιζόμουν γρήγορα και χτυπούσα στους τοίχους, ιδίως αν ήταν σε ώρα που είχαν σβήσει το φως. Σιγά-σιγά όμως προσαρμόστηκα κι εγώ, όπως προσαρμόζεται το χρυσόψαρο στη γυάλα. Και σάμπως αυτό δεν είμαι εγώ γι’ αυτούς; Ένα ψάρι και μάλιστα έξω από τα νερά του, που κινδυνεύει να το καταβροχθίσουν τα μεγάλα αρπαχτικά. Ένας λυγμός βγήκε ξάφνου από μέσα μου και χωρίς να το καταλάβω, όλος ο καταπιεσμένος πανικός αυτών των ημερών κύλησε από τα μάτια μου. Έπεσα στα γόνατα κλαίγοντας γοερά, όσο δεν είχα κλάψει ούτε καν σαν παιδί. Σάλια και μύξες τρέχουν στο πρόσωπό μου αλλά δεν κάνω τον κόπο να τα σκουπίσω. Νοιώθω την καρδιά μου να βροντοχτυπάει στο θυρεοειδή μου και το κεφάλι μου πάει να σπάσει. Φοβάμαι. Φοβάμαι πολύ και δε ντρέπομαι να το ομολογήσω. Ξέρω από αυτά. Ξέρω τι είναι ικανοί να κάνουν προκειμένου να αποσπάσουν την πληροφορία που θέλουν. Δε θα με βασανίσουν. Όχι βέβαια. Απλά ο εγκλεισμός μου θα γίνει όλο και πιο σκληρός. Μέχρι που να φτάσω στα όρια της τρέλας και να μην αντέξω πια και να ξεράσω που το έχω κρύψει. Όμως αν το πω, τότε τελείωσα. Δε θα τους είμαι χρήσιμος πια. 

Έμεινα έτσι γονατισμένος κι απαρηγόρητος για ώρα πολλή, χαμένος στις δυσοίωνες σκέψεις μου, μέχρι που ακούστηκε ένας μεταλλικός ήχος από τη μεριά της πόρτας. Ήταν ο δεσμοφύλακας που περνούσε το πρωινό μου από το ειδικό άνοιγμα. Άπλωσα το χέρι κι άρπαξα το μπουκάλι με το φρέσκο νερό και το ρούφηξα λαίμαργα. Δε φρόντισα να αφήσω για αργότερα. Άφησα ανέγγιχτο το φαγητό κι απλά σηκώθηκα και πήγα προς το ράντζο. Το κατέβασα με μια απότομη κίνηση από τον τοίχο και ξάπλωσα πάνω του. Έκλεισα τα μάτια κι άφησα τον εφιάλτη να ξεκινήσει ξανά. Μέρα εικοστή πρώτη.


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Όταν το δύο γίνεται ένα

MAYDAY! MAYDAY! MAYDAY!

Ένα τραγούδι για μια καρδιά με γούνα μαύρη