Φιλαράκι έχεις φωτιά;


Ό άντρας έσπρωξε την βαριά ξύλινη πόρτα και βγήκε έξω, αφήνοντας πίσω του το πολύβουο μπαρ. Στάθηκε στην άκρη του πεζοδρομίου, κρατώντας στο ένα χέρι ένα μισοάδειο μπουκάλι φθηνό ουίσκι και παραπαίοντας μπρος-πίσω, κατάφερε με το ζόρι να διατηρήσει την ισορροπία του. Με τα μάτια θολά κοιτούσε πάνω κάτω το δρόμο προσπαθώντας να αποφασίσει ποια διαδρομή θα ακολουθήσει. Δεν είχε άλλωστε καμία σημασία… 

Η βροχή είχε σταματήσει μόλις πριν λίγο κι όλα γύρω ήταν βρεγμένα και γυαλιστερά. Ένα αμάξι πέρασε με ταχύτητα από μπροστά του, εκτινάζοντας τα νερά από μια νερολακούβα και καταβρέχοντάς τον από τη μέση και κάτω. Η επαφή με το κρύο νερό ξύπνησε τα ναρκωμένα του ένστικτα κι ο άντρα άρχισε να αλυχτάει και να βρίζει τον ασυνείδητο οδηγό «Γαμήσου ρε μαλάκα. Γαμήσου εσύ κι η μάνα σου μαλάκα, ε μαλάκα. Γαμώ το μουνί που σε πέταγε παλιοαρχίδι, ε παλιοαρχίδι…». 

Θα συνέχιζε να βρίζει ακάθεκτος αν εκείνη την ώρα δεν άνοιγε ξανά η πόρτα του μπαρ για να βγουν δυο εντυπωσιακά όμορφες κοπέλες. Η φαντεζί ομορφιά των κοριτσιών τράβηξε την προσοχή του άντρα που ξεχνώντας τα χάλια του τις ακολούθησε πρώτα με το βλέμμα και καθώς αυτές ξεμάκραιναν, τις ακολούθησε και με το βήμα. Ωστόσο τρεκλίζοντας και παραπατώντας έμεινε σύντομα πίσω, ενώ εκείνες έστριψαν σε ένα στενό παρακάτω κι εξαφανίστηκαν. 

Αποκαρδιωμένος, ο άντρας σταμάτησε και σήκωσε το βλέμμα του προς τον συννεφοσκέπαστο ουρανό. Το φεγγάρι έμοιαζε να αρμενίζει ανάμεσα στα αραιά πλέον σύννεφα. Καθώς έγειρε ακόμη πιο πίσω το κεφάλι του για να τα παρατηρήσει καλύτερα, έχασε την ισορροπία του κι έπεσε φαρδύς πλατύς στο βρεγμένο πεζοδρόμιο, με τα χέρια και τα πόδια στον αέρα, σα μωρό στην κούνια που σκούζει για να το σηκώσουν, κάνοντας τους περαστικούς να παραμερίσουν αηδιασμένοι. Όμως η αποστροφή των περαστικών δεν τον πείραζε. Η μοναδική του έγνοια ήταν μη χυθεί το ουίσκι του ή, ακόμα χειρότερα, μη σπάσει το μπουκάλι του. Ωστόσο φάνηκε τυχερός και τίποτα τέτοιο δεν έγινε. 

Με το ζόρι σηκώθηκε, στάθηκε όρθιος, έβαλε το πολύτιμο μπουκάλι ανάμεσα στα μπούτια του και χασκογελώντας, έβγαλε να στρίψει τσιγάρο. Μη μπορώντας όμως να ελέγξει τις κινήσεις του, περισσότερα τρίμματα καπνού έπεσαν κάτω πάρα από αυτά που έμειναν στο χαρτί. Αφού τύλιξε το τσιγάρο, γέλασε φτύνοντας σάλια, συνειδητοποιώντας ότι δεν είχε φωτιά, αφού το κουτάκι σπίρτα που είχε στην κωλότσεπη είχε βραχεί κατά την πτώση του. Με την ανάσα να βρωμάει από το αλκοόλ και τα μπατζάκια να στάζουν βροχόνερο και περίσσια ευγένεια ο άντρας με έπιασε από το μπράτσο: «Φιλαράκι έχεις φωτιά;».


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Όταν το δύο γίνεται ένα

MAYDAY! MAYDAY! MAYDAY!

Ένα τραγούδι για μια καρδιά με γούνα μαύρη