Όνειρο ήτανε

Με την αυγή ήρθε
το φως και μια χρυσή ηλιαχτίδα παιχνίδισε πάνω στο πρόσωπό μου. Άνοιξα με
δυσκολία τα μάτια κι αμέσως ήρθε στο μυαλό μου το όνειρο που είδα απόψε. Αυτόματα
το χέρι μου ανέβηκε στο στέρνο μου σε μια προσπάθεια να συγκρατήσει την καρδιά
μου που απειλούσε να πεταχτεί έξω. Τόσο δυνατά χτυπούσε. Ήταν απίστευτα ζωντανό.
Πήρα βαθιά ανάσα και βυθίστηκα στις μνήμες του.
Μια ακόμη
ζεστή και υγρή νύχτα στο Κυκλαδίτικο νησί. Αν και είχα βγει μόλις πριν μερικά
λεπτά από το ντους, το λεπτό νυχτικό κολλούσε πάνω μου. Η ατμόσφαιρα πνιγηρή.
Το απόλυτο σκοτάδι στο δωμάτιο δεν διευκόλυνε την κατάσταση αλλά δεν μπορούσα
να κάνω κι αλλιώς. Η παρατεταμένη χρήση των κλιματιστικών μηχανημάτων είχε
προκαλέσει για πολλοστή φορά blackout. Κατευθύνθηκα προς το παράθυρο προσεχτικά και άνοιξα τα
παντζούρια του. Αμέσως με έλουσε το ασημένιο φως του ολόγιομου αυγουστιάτικου
φεγγαριού. Επικρατούσε άπνοια και το μόνο που έσπαζε την απόλυτη σιγαλιά ήταν
το ασταμάτητο τραγούδι των τζιτζικιών, αδιάψευστος μάρτυρας για το πόσο ψηλά είχε
φτάσει και εκείνη τη νύχτα ο υδράργυρος.
Ξάφνου, ένα
δροσερό αεράκι που σύντομα μεταμορφώθηκε σε δυνατό αέρα, ήρθε να ταράξει την
ηρεμία του τοπίου. Οι τούλινες κουρτίνες και το λεπτό ύφασμα του νυχτικού μου
σηκώθηκαν ψηλά, αφήνοντάς με σχεδόν γυμνή μπροστά στο παράθυρο. Έκανα μια
απεγνωσμένη προσπάθεια να κατεβάσω το ρούχο μου όμως ο άνεμος ήταν τόσο ισχυρός
που κάθε μου προσπάθεια κατέληγε στο κενό. Και μετά, ξανά νηνεμία. Όσο απότομα είχε
ξεκινήσει να φυσάει άλλο τόσο απότομα σταμάτησε. Αναρωτήθηκα τι συνέβαινε αλλά
ο ήχος γυναικείων τακουνιών που πλησίαζαν διέκοψε τις σκέψεις μου. Ήχος τόσο
ξένος, τόσο αταίριαστος στο περιβάλλον εκείνη τη στιγμή, που σχεδόν με έκανε να
θυμώσω.
Στράφηκα προς
την κατεύθυνση απ’ όπου ερχόταν ο αχός, με τη νοσηρή περιέργεια να δω ποιας
γυναίκας τα τακούνια τάραζαν την γαλήνη του τοπίου. Όμως, όσο κι αν περίμενα η
γυναίκα δεν φάνηκε. Ο ήχος τον τακουνιών δεν απομακρύνθηκε αλλά απλά σταμάτησε να
υφίσταται. Ένοιωσα μια ανατριχίλα να διαπερνά το κορμί μου και το χνούδι στον
αυχένα μου ανασηκώθηκε. Μια ανεξήγητη ανησυχία με κατέκλεισε και βιάστηκα να
μπω μέσα στο δωμάτιο και να κλείσω το παράθυρο. Όμως την τελευταία στιγμή κάτι
με κράτησε και δεν το έκανα. Αντίθετα, σαν μια αόριστη δύναμη να μου το
επέβαλε, έστρεψα αργά το κεφάλι μου από την αντίθετη πλευρά και την είδα. Δεν
ξέρω πως, μα ήμουν σίγουρη πως ήταν αυτή. Μια αέρινη, σχεδόν διάφανη φιγούρα,
ντυμένη στα λευκά. Έμοιαζε να αιωρείται, πράγμα που με έκανε να αναρωτηθώ αν
όντως την είχα ακούσει να βαδίζει νωρίτερα. Στεκόταν εκεί, σχεδόν κάτω από το
παράθυρό μου και κοιτούσε προς την βαριά, ξύλινη πόρτα της παλαιάς κατοικίας
μου. Και ξανά φύσηξε το αεράκι, απαλό και ζεστό σαν χάδι. Ένα εσωτερικό
τρέμουλο με έπιασε και τα δόντια μου άρχισαν να χτυπάνε με δική τους βούληση,
σαν να κρύωνα. Μόνο που δεν κρύωνα! Αντίθετα ένοιωθα να λιώνω από τη ζέστη. Το
αγεροφύσημα θέριεψε κι έλυσε το λευκό φουλάρι της και το παρέσυρε ψηλά, προς το
παραθύρι μου, προς τα μένα. Εγώ τεντώθηκα και με μια βαθιά ανάσα, το άρπαξα. Έφερα
το ύφασμα μπροστά στο πρόσωπό μου ρουφώντας λαίμαργα άρωμα γης και θάλασσας και
μετά το κράτησα σφιχτά μπροστά στο στομάχι μου περιμένοντας, τι δεν ήξερα.
Η γυναίκα
τότε έστρεψε ένα βλέμμα γυάλινο προς εμένα. Ένα βλέμμα που μου έφερε ρίγη
πανικού κι αγωνίας. Τα μάτια της είχαν κάτι το υπερφυσικό όπως γυάλιζαν στο
σκοτάδι. Ήταν φωταυγή κι η λάμψη τους ένοιωθα να καίει τα σωθικά μου και
παράλληλα να με καθησυχάζει. Ο φόβος παραμερίστηκε και μια ανεξήγητη έκσταση με
κατέλαβε. Έκλεισα τα μάτια και ανάσανα βαθιά σε μια προσπάθεια να κατευνάσω
τους ακανόνιστους χτύπους της καρδιάς μου. Όταν τα άνοιξα όμως, έμεινα να
κοιτάζω το έρημο πλακόστρωτο δρομάκι. Κοίταξα δεξιά κι αριστερά αλλά δεν ήταν
πουθενά. Η γυναίκα είχε χαθεί στο σκοτάδι όπως ήρθε, παίρνοντας μαζί και τη
ελπίδα για το άγνωστο που σιγόκαιγε στα στήθη μου. Κάπου μακριά ένας σκύλος
ούρλιαζε και μια κουκουβάγια καλούσε μάταια στο σκοτάδι. Πιθανότατα θρηνούσαν
κι αυτά την απώλειά μου.
Μ’ αυτή τη
θύμηση άνοιξα τα μάτια μου και πέταξα από πάνω μου τα νωπά σεντόνια. Ήμουν
μούσκεμα στον ιδρώτα κι ένοιωθα ακόμα εξουθενωμένη από την ένταση που με
κατέλυε όλο το βράδυ. Τι νύχτα κι αυτή! Γύρισα να πάρω ένα χαρτομάντηλο από το
κομοδίνο και αυτό που είδα με έκανε να παγώσω. Πάνω στο έπιπλο υπήρχε ένα
αραχνοΰφαντο λευκό μαντήλι.
Photo: Kinzzza/etsy.com
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου