Ένα τραγούδι για μια καρδιά με γούνα μαύρη

Δεν έμοιαζε με τίποτα απ’ όσα περιστατικά μου είχαν τύχει μέχρι τότε. Ένα τόσο δα πλάσμα, μιας ώρας γέννημα, με τον λώρο να κρέμεται ματωμένο νήμα ακόμα από την κοιλιά του, σύμβολο πως η ζωή μόλις είχε ξεκινήσει – και ταυτόχρονα πως έπρεπε να δοθεί μάχη για να κρατηθεί. Μου τον έφερε ο άντρας μου ένα Σάββατο πρωί – ποτέ δεν θα το ξεχάσω. Τον άφησε απαλά στα χέρια μου και μου είπε μόνο «Σώσ’ τον». Και το έκανα. Ξάγρυπνη, εξαντλημένη, χωρίς να βλέπω πια τίποτα άλλο πέρα από εκείνον. Εκείνον, μια σταλιά πλασματάκι, που πάλευε να κρατηθεί στη ζωή με μάτια σφαλιστά και θέληση φτιαγμένη από ατσάλι. Πάλευα κι εγώ μαζί του. Κάθε μία, δύο ή τρεις ώρες, τάισμα. Και ξανά. Και ξανά. Ακούραστα. Αβάρετα. Για είκοσι μέρες κυκλοφορούσαμε μαζί - εγώ και ένα κουτί. Μέσα μια πετσέτα, ένα ρολόι, ένα μπουκάλι με ζεστό νερό. Μέσα κι εκείνος. Στη δουλειά, για καφέ, για φαγητό, ακόμα και στο σινεμά. Όπου πήγαινα εγώ, ακολουθούσε κι εκείνος. Μαχητής, πήγε κόντρα στις προβλέψεις. Και κέρδισε. Κι έτσι, λίγο ...