Εις το επανιδείν

«Δεν θέλω να πάω. Θέλω να μείνω εδώ, μαζί σου» της λέει με παράπονο, κρατώντας σφιχτά το παγωμένο της χέρι. Τρίβει τα δάχτυλά της με τα δικά του προσπαθώντας να τα ζεστάνει αλλά το αίμα αρνιέται να κυκλοφορήσει στις φλέβες της. «Δεν ανήκω πουθενά αν δεν είσαι κι εσύ εκεί» συμπληρώνει κι ένας λυγμός κόβει τα λόγια του στα δύο. «Καλέ μου» ψιθυρίζει εκείνη κι η γλύκα της φωνής της χαϊδεύει τα αυτιά του και γεμίζει το είναι του. «Καλέ μου» επαναλαμβάνει πιο δυνατά, «πρέπει να φανείς δυνατός. Θα είναι για λίγο μόνο ο χωρισμός μας. Σύντομα θα είμαστε πάλι μαζί». Δεν την κοιτά, γιατί δεν θέλει να δει τα μάτια του που έχουν πλημμυρήσει δάκρυα. Ακούει όμως το χαμόγελο στη φωνή της. Ένα δάκρυ γλιστρά προς τα κάτω, πέφτει στο πάτωμα. Το δεύτερο ακολουθεί από κοντά. Σκύβει το βλέμμα. Το δάπεδο είναι σπαρμένο με καφετιά μπαλώματα. Κοιτά τα πόδια του ντροπιασμένος. Τα παπούτσια του είναι σκονισμένα και οι σόλες του γεμάτες λάσπες. Με μια απότομη, δήθεν φευγαλέα κίνηση του χεριού, σκουπίζε...