Μελισσάνθη
Χειμωνιάζει, το γνωρίζει δα. Τα χελιδόνια μαζεύονται σε σμήνη και χορεύουν το χορό της μετανάστευσης στον ουρανό. Τα τρία κολιμπρί της αυλής τους τρυγάνε τα στερνά τα άνθη. Παρακεί μια προνύμφη χτίζει κουκούλι μπαμπακένιο, στον κορμό της λεμονιάς, να βγάλει το χειμώνα. Οι επιβάτες συσσωρεύονται σωρηδόν στο παπόρι, που θα τους πάει πίσω στην πόλη. Τους βλέπει από όποιο παράθυρο και να κοιτάξει του σπιτιού, που στέκεται στο ύψωμα πάνω από το λιμάνι. Τις νύχτες πάλι, αδέσποτοι οι εραστές αναζητούν τρύπα να στεγάσουν τον έρωτά τους και να μοιραστούν τα πάθη τα ανομολόγητα. Κι οι άνθρωποι στις κορνίζες σε μεταμεσονύχτιες συναντήσεις, θρέφουν κι εκτρέφουν αυταπάτες, για όλα τα αύριο που πνίγηκαν στα απατηλά τα χτες.
Ο μπαμπάς της περήφανος αναμένει στο γιορτινό κυριακάτικο τραπέζι, με την κυρία «Π», ρέστη γυναίκα από σόι μεγάλο των Αθηνών που ξέπεσε, μάνα δεύτερη ανοίκεια για την κόρη που τα δέκατα όγδοα γενέθλια γιορτάζει σήμερα, και φορά φουστάνι πλουμιστό. Γυναίκα ολόκληρη μαθές, εύθραυστη σαν της κοιμωμένης στο κουκούλι, πεταλούδας τα φτερά. Μέλι κι ανθός η Μελισσάνθη. Γλυκιά και όμορφη και λεπτεπίλεπτη. Γυναίκα από γυαλί, που σαν έρθει η στιγμή ραγίζει στο γιορτινό κυριακάτικο τραπέζι. Μια ρωγμή τόση δα εκεί, στο μέρος της καρδιάς, που γίνεται αντάρα και σεισμός στη νεανική ψυχή.
Από το παραθύρι θωρεί το μορφονιό της, το γενναιόδωρο κηπουρό, που σκάλισε, λίπανε και φύτεψε την αδούλευτη Γη του κορμιού της κι όταν αυτή άνθησε και καρποφόρησε την άφησε άνυδρη να ξεραθεί κι αφρόντιστη να την πνίξουν τα ζιζάνια. Κοιτάει τον που δεν είναι μοναχός του, παρά συνοδεύει κοπελιά σαν τα κρύα τα νερά. Αγκαλιά την κρατεί και την προσέχει. Μη τυχόν και χτυπήσει πουθενά την παραφουσκωμένη της κοιλιά. Τη σφάζει κατάστηθα η εικόνα. Αγγίζει ασυναίσθητα τη δικιά της την κοιλιά μα τραβά ζεματισμένη το χέρι της. Κρατούν κι οι δυο βαλίτσες, μεγάλη αυτός, μικρή εκείνη. Κατάλαβε. Αφήνουν το νησί. Κι αυτός αφήνει κι εκείνη. Η ρωγμή άνοιξε, τεντώθηκε, γίνηκε πολλές κι η κρυστάλλινη καρδιά έγινε χίλια κομμάτια. Ένα παζλ δίχως ελπίδα να φτιαχτεί. Κι εκείνη σωριάζεται, σα να μην ήταν από ύλη, σε ένα σωρό από ρούχα κι από κάτι που κάποτε ήταν άνθρωπος.
Η απόλυτη ησυχία γύρω της μαρτυρά ότι η ώρα είναι περασμένη. Ξύπνησε μα αρνείται να ανοίξει τα μάτια. Φοβάται να αντικρύσει εκείνα του πατέρα. Τώρα πια θα ξέρει… όλοι θα ξέρουν… Ο νυχτερινός επισκέπτης όμως με την άγνωστη φωνή της ζητά να τα ανοίξει. Το κάνει. Τα ανοίγει. Ο άντρας φοράει λευκή ποδιά. Ιατρική. Άγνωστος για την ίδια, όμως την αποκαλεί με το όνομά της. Μελισσάνθη. Μέλι και ανθοί. Να μη φοβάται λέει, εκείνη όμως το κάνει. Φοβάται. Όχι αυτόν. Αυτό που έχει μέσα της. Του το λέει. Δεν έχει τίποτα μέσα της, απαντάει με σιγουριά εκείνος. Τον κοιτάει ξαφνιασμένη. Που βρίσκεται, τον ρωτάει. Δεν της απαντά, ετοιμάζει μια σύριγγα. Που βρίσκεται, τον ρωτά ξανά εκείνη, πραγματικά φοβισμένη τώρα. Στο θεραπευτήριο της απαντά εκείνος, ενώ τσεκάρει τα λουριά στους καρπούς της. Στο θεραπευτήριο των αναμνήσεων κι είναι η ώρα να κάνει τις ασκήσεις απουσίας.
Το διήγημα είναι εμπνευσμένο από τους τίτλους των ποιημάτων της συλλογής του Γιάννη Ζαραμπούκα "Οι άνθρωποι στις κορνίζες" (Εκδόσεις Συρτάρι, Απρίλιος 2021). Οι τίτλοι των ποιημάτων επισημαίνονται με τα έντονα γράμματα.
Photo credits: Άβλιχος Γεώργιος-Κοπέλα στο παράθυρο, 1877 (paletaart.wordpress.com)
©Γιώτα Βασιλείου, Σεπτέμβριος 2023
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου