Έξοδος κινδύνου
Άνοιξα τα μάτια μου προσπαθώντας να συνέλθω από τον βαθύ ύπνο που είχα βυθιστεί. Τα χάπια έκαναν πάλι καλή δουλειά, τόσο καλή που δελεάστηκα προς στιγμής να πάρω ακόμη ένα για να ξεραθώ μέχρι να ολοκληρωθεί η πτήση. Μια ματιά ωστόσο στο ρολόι μου με σταμάτησε. Οσονούπω φτάναμε, καλύτερα να παρέμενα ξύπνια. Σήκωσα το πλαστικό σκίαστρο του παραθύρου μου κι άφησα το ζεστό αστραφτερό ήλιο να μπει και να ζεστάνει το παγωμένο μου κορμί.
Την προσοχή μου τράβηξε το ροχαλητό του διπλανού μου. Ευτυχώς ήταν χαμηλό και όχι ιδιαίτερα ενοχλητικό. Προσπάθησα να τεντωθώ λιγάκι και βλαστήμησα την ώρα και τη στιγμή που επέλεξα αυτή την ελεεινή εταιρεία με τα άβολα καθίσματα και το άνοστο φαγητό. Ας όψεται που οι τιμές των ναύλων ήταν δυο φορές κάτω από τις υπόλοιπες εταιρείες, και για μια απλή ιδιωτική υπάλληλο σαν κι εμένα, με μισθό τρεις κι εξήντα, κάτι τέτοιες ευκαιρίες δεν τις αφήνεις να περάσουν δίχως να τις αρπάξεις.
Μια δυνατή φωνή ανακοίνωσε από τα μεγάφωνα ότι βρισκόμασταν λίγα μόλις λεπτά από τον προορισμό μας και μας ζήτησε να φορέσουμε τις ζώνες μας. Ακολούθησα τους κανόνες ενώ παρατηρούσα τον διπλανό μου που τίποτα δεν τάρασε τον γαλήνιο ύπνο του. Πάνω που αναρωτιόμουν αν θα έπρεπε να τον ξυπνήσω ήρθε μια από τις αεροσυνοδούς και το έκανε, εισπράττοντας ως ανταμοιβή, το αγριεμένο του βλέμμα. Εκείνη με κοίταξε με απόγνωση, της ανταπόδωσα το βλέμμα ανασηκώνοντας τους ώμους. Άντρες...
Σύντομα το αεροπλάνο άρχισε να κατεβαίνει. Ένοιωθα το έδαφος να τρέμει κάτω από τα πόδια μου και το τρέμουλο ακολουθώντας τους διαδρόμους τον αγγείων μου, έφτανε μέχρι τα τρίσβαθα της ψυχής μου. Μισούσα την προσγείωση και την απογείωση. Ήξερα ότι τότε ήταν που τα πάντα θα μπορούσαν να πάνε στραβά και το αεροπλάνο να τιναχτεί στον αέρα. Πάντα προτιμούσα τα τρένα από τα αεροπλάνα αλλά αυτή τη φορά δε βρήκα εισιτήριο. Ήταν γεμάτο το intercity. Γύριζαν οι φοιτητές και δεν υπήρχε θέση ούτε για δείγμα. Με το αριστερό χέρι έσφιξα το μπράτσο του καθίσματός μου, ενώ με το δεξί ψηλάφησα στο λαιμό μου. Την ίδια στιγμή που έπιασα το ασημένιο σταυρουδάκι που κρεμόταν στο λαιμό μου, ένοιωσα και τους τροχούς του αεροπλάνου να πατούν στο έδαφος και την καμπίνα να κλυδωνίζεται προς τα μπρος.
Σύντομα το αεροσκάφος ακινητοποιήθηκε, οι πόρτες άνοιξαν και λίγη ώρα μετά βρέθηκα να κατεβαίνω τη σκάλα με τον υγρό αέρα να κολλάει στο δέρμα μου. Κόμποι ιδρώτα έκαναν αμέσως την εμφάνισή τους στις ρίζες των μαλλιών μου και άρχισαν να κυλούν αργά προς το σαγόνι μου, σταλάζοντας πάνω στο στήθος μου. Το ολόλευκο πουκάμισο, με τους μυτερούς γιακάδες και τις φαρδιές μανσέτες που με τόση επιμέλεια είχα επιλέξει και σιδερώσει, έγινε ένα με το κορμί μου. Ένα υγρό κωλόπανο. Νοιώθω δυσφορία. Πνίγομαι. Γύρω μου κόσμος, παντού. Όπου και να γυρίσω το βλέμμα μου βλέπω κοσμοπλημμύρα. Ένα βουητό σαν εκείνο της κυψέλης ακούγεται διάχυτο στην ατμόσφαιρα, καλύπτει σχεδόν, αν είναι ποτέ δυνατόν, εκείνο των τουρμπίνων του αεροπλάνου. Άνθρωποι με σπρώχνουν από όλες τις πλευρές για να πάω πιο γρήγορα αλλά τα τακούνια μου δεν είναι σχεδιασμένα για αγώνα δρόμου, ούτε η πένσιλ φούστα μου βεβαίως. Κάνουν όλοι σαν τρελοί και δεν καταλαβαίνω για ποιο λόγο. Τριτοκοσμικές συνθήκες.
Κοιτάω με απόγνωση τριγύρω, με τα μάτια μου να αναζητούν απεγνωσμένα την πινακίδα εξόδου, που θα με βγάλει από το χάος. Την εντοπίζω ακριβώς απέναντι και κινώ προς τα εκεί. Όμως, τι περίεργο, είμαι μόνο εγώ που πάω προς τα εκεί. Όλοι οι άλλοι πάνε προς την αντίθετη κατεύθυνση. Μη χειρότερα!
«Από εδώ ελάτε! Με ακούτε; Από εδώ είναι η έξοδος!» τους φωνάζω αλλά μάταια. Σα να μη με ακούνε συνεχίζουν το δρόμο τους προς την αντίθετη πλευρά. Εγώ όμως ξέρω. Ξέρω ότι πρέπει να ακολουθήσω την ταμπέλα που λέει ΕΞΟΔΟΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ. Κι αυτό κάνω. Φτάνοντας στην πόρτα και πριν την ανοίξω, γυρίζω και ρίχνω μια τελευταία ματιά στους συνταξιδιώτες μου. Έχουν χαθεί οι περισσότεροι εκτός μια μικρή ομάδα που στέκονται λίγο πιο πέρα. Ένα μπουλούκι άνθρωποι που κάθονται και με κοιτάνε λες και ετοιμάζομαι να κάνω κάτι αξιομνημόνευτο, το οποίο δεν θέλουν να το χάσουν με τίποτα. Η αλήθεια είναι ότι με τρομάζει η συμπεριφορά τους. Είναι αλλόκοτοι. Τι στο καλό συμβαίνει σήμερα; Τι σκατά έχουν πάθει όλοι και φέρονται σαν παρανοϊκοί; Αποφασίζω να μην τους αφήσω να με με τρομάξουν άλλο και βγάζω το κινητό μου με σκοπό να τηλεφωνήσω σπίτι μου αλλά διαπιστώνω ότι έχω μείνει από μπαταρία. «Σκατά κι απόσκατα!» βλαστημάω μέσα από τα δόντια μου! Παρ’ όλ’ αυτά κάνω ότι καλώ στο τηλέφωνο κάποιον αριθμό και μετά ότι μιλάω. Και για δες, πιάνει το κόλπο! Το τσούρμο γυρνά από την άλλη πλευρά και παύει να ασχολείται μαζί μου. Αναστενάζω ανακουφισμένη και ξαναρίχνω το πεθαμένο μου κινητό στην τσάντα.
Ανοίγω την πόρτα σβέλτα και τρυπώνω μέσα σα να με κυνηγούσαν. Ο χώρος μοιάζει σαν εγκαταλειμμένος, με κόκκινες και λευκές λάμπες φθορισμού να τρεμοσβήνουν, καλώδια γυμνά να πετάνε φλόγες και καπνούς, υλικά οικοδομής πεταμένα ολούθε, κόκκινες πηχτές μπογιές σαν αίμα, σκουπίδια και μπάζα παντού. Πράγμα περίεργο, εκεί μέσα νιώθω να ταυτίζομαι. Σαν γιαπί λίγο πριν το απογυμνώσουν από τους σοβάδες του, πριν κατεδαφίσουν τα μη χρειαζούμενά του, πριν εξαλείψουν τα σάπια του και πριν επεκτείνουν τις ομορφάδες του. Ακριβώς πριν πάρουν το παλιό και το κάνουν νέο κι αγνώριστο. Πριν πεθάνω και ξαναγεννηθώ.
Σιγά-σιγά και προσεκτικά προχωρώ προς το βάθος, μέχρι που συναντώ μια σκάλα. Με μικρά δειλά βήματα ξεκινώ να την ανεβαίνω. Πρώτο σετ σκαλοπατιών κι έφτασα σε ένα πλατύσκαλο. Τίποτα τριγύρω, μόνο χαλάσματα και μπάζα. Συνεχίζω την ανάβαση. Δεύτερο πλατύσκαλο. Κι εδώ τα ίδια και χειρότερα. Κάθε σκαλί που ανεβαίνω φαίνεται να με φέρνει πιο κοντά σε ακόμα ποιο άσχημη κατάσταση. Πλέον χρειάζεται να περνάω πάνω από σπασμένα και διαλυμένα καθίσματα. Τρίτο πλατύσκαλο. Εδώ υπάρχουν ξεχαρβαλωμένα και διαμελισμένα ανδρείκελα. Ξύλινες, άκαμπτες κούκλες σε αφύσικες στάσεις που με ανατριχιάζουν. Πηδάω από πάνω τους, προσπαθώντας να μην κοιτάω. Σκέφτομαι ότι κάθε βήμα με φέρνει πιο κοντά στην έξοδο κινδύνου. Αυτό προσπαθώ να θυμάμαι και να παίρνω θάρρος. Συνεχίζω. Τέταρτο πλατύσκαλο. Συνεχίζω. Πέμπτο πλατύσκαλο. Πόρτα! Για φαντάσου! Το πέντε ήταν πάντα ο τυχερός μου αριθμός. Χαμογέλασα πλατιά.
Έπιασα το πόμολο και το γύρισα. Εκτυφλωτικό φως και δυνατές φωνές! Κι ένα διαρκές εκνευριστικό μπιπ-μπιπ.
«Γρήγορα! Δεν πρέπει την χάσουμε».
«20cc επινεφρίνη».
«Επανήλθε».
«Αναρρόφηση».
«Αναρρόφηση είπα!»
«Πολύ ωραία. Καθαρίστε και ράψτε».
Το συναίσθημα που με κατακλύζει είναι ένας ατόφιος, πρωτόγνωρος τρόμος! Με λούζει από την κορυφή του κεφαλιού μέχρι τα ακροδάχτυλα. Κλείνω με φόρα την πόρτα και στηρίζω την πλάτη μου πάνω της, θέλοντας να εμποδίσω... αλήθεια τι;
Φέρνω τα χέρια μου στο κεφάλι, τα χώνω ανάμεσα στα λιγδιασμένα, σαν ποντικοουρές μαλλιά μου. Αρπάζω χοντρές τούφες και τις τραβάω προς τα κάτω. Αφήνω τα χέρια να γλιστρήσουν από τα μαλλιά, να κατέβουν στα μάγουλά μου. Τα δάχτυλα του δεξιού βρίσκονται μέσα στο στόμα. Πως βρέθηκα εδώ; Τι είναι εδώ;
Προσπαθώ χωρίς επιτυχία να τιθασεύσω τον άγριο πανικό που φωλιάζει στην καρδιά και το μυαλό μου. Τα γόνατά μου λύνονται. Η βαρύτητα με παρασύρει και πέφτοντας το χέρι μου ανοίγει την πόρτα. Το ολόλευκο, εκτυφλωτικό φως ήταν το τελευταίο πράγμα που αντίκρυσαν τα μάτια μου πριν κλείσουν.
Όταν τα ξανάνοιξα ή ξαπλωμένη σε ένα κρεβάτι. Το κεφάλι μου ήταν βαρύ και το στόμα μου στεγνό. Λιποθύμησα; Που βρίσκομαι;
Έκανα να σηκωθώ αλλά ένας πόνος που όμοιό του δεν έχω ξαναζήσει με έσφαξε στην κοιλιά. Με ένα βογγητό ξανάπεσα στα μαξιλάρια μου, η φωνή μου όμως φαίνεται πως θορύβησε τη μεσόκοπη τροφαντή γυναίκα που μέχρι τότε καθόταν στην πολυθρόνα κάτω από το παράθυρο και που δεν την είχα πάρει χαμπάρι μέχρι που αναφώνησε με λαχτάρα «Αγάπη μου ξύπνησες; Όχι, μη! Μην σηκώνεσαι! Δεν κάνει ακόμα!». Σηκώθηκε άρον άρον από τη θέση της και ήρθε δίπλα μου. Μου χάιδεψε απαλά το κεφάλι, μπανταρισμένο κι αυτό, και με ρώτησε: «Πως νοιώθεις μωρό μου, να φωνάξω το γιατρό, θες να σου φέρω κάτι, μήπως διψάς;» Όλα αυτά η γυναίκα, η μαμά μου, μα τι δουλειά έχει εδώ, που βρίσκομαι, τα είπε με μιαν ανάσα, με έναν λυγμό, με μάτια που έκλαιγαν δάκρυα... χαράς;
Και τότε σαν κεραυνός με χτύπησε η θύμηση!
Τα θυμήθηκα όλα...
Θυμήθηκα τα ουρλιαχτά...
Θυμήθηκα τον όλεθρο...
Θυμήθηκα την καταστροφή...
Θυμήθηκα τον θάνατο...
Θυμήθηκα το τρένο....
Αφιερωμένο στα θύματα των Τεμπών, σε κείνα που έφυγαν και σε κείνα που έμειναν και παλεύουν με τις αναμνήσεις.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου