Περπατώ εις το δάσος
Περπατώ παρέα με τις δύο σκυλίτσες μου, στην πρωινή μας βόλτα. Τα βήματα μας οδήγησαν σε ένα ξέφωτο βγαλμένο σαν από πίνακα ζωγραφικής. Γύρω-γύρω δέντρα και στη μέση ένα πλάτωμα γυμνό, αποψιλωμένο, μόνο με πρασινάδα και ξερά φύλλα. Περπατάμε πάνω στο χορτάρι που τρίζει κάτω από το βαρύ μας πέλμα και που γυαλίζει τόπους-τόπους από το σάλιο των σαλιγκαριών που πέρασαν πριν από εμάς και από την πρωινή δροσούλα. Το κελάηδισμα των πουλιών συντροφεύει το κάθε μας βήμα. Από κάπου μακριά ακούγεται ένα γεράκι που σκούζει ενώ αναζητά την πρωινή τροφή του ή ίσως ένα ταίρι για να ξεκαλοκαιριάσει. Από πίσω τσιτσιρίζει ακατάπαυστα ένας πυλώνας της ΔΕΗ, τόσο αταίριαστα μα συνάμα τόσο ταιριαστά στο παζλ των εικόνων και των ήχων. Πού και πού, την όμορφη αυτή χορωδία διακόπτει ο βάρβαρος ήχος κάποιου οχήματος που περνάει από τον επαρχιακό δρόμο. Ήχος σίγουρα αταίριαστος Και σίγουρα μη επιθυμητός.
Κοιτώ τα σκυλιά μου που τρέχουν ελεύθερα τριγύρω, χαρούμενα που κανένα λουρί, καμία αλυσίδα δεν τα κρατάει δέσμια και επιτέλους μπορούν να απολαύσουν αυτό που η φύση τους χάρισε απλόχερα και εμείς οι άνθρωποι τους το στερήσαμε τόσο ξεδιάντροπα. Την ελευθερία τους.
Μόλις μερικές εκατοντάδες μέτρα καταλήγουμε να τα διανύουμε σε σχεδόν μία ώρα αφού τα κορίτσια σταματούν να μυρίζουν κάθε τι στο δρόμο τους. Κοντοστέκονται σε οτιδήποτε τραβήξει την προσοχή τους, είτε αυτό είναι πέτρα, είτε θάμνος, είτε απλά μία συστάδα αγριόχορτα. Σύντομα στην παρέα μας προστίθεται και ένα τρίτο σκυλί το αδέσποτο της γειτονιάς. Αδέσποτο δεσποζόμενο είναι, μιας και όλοι την αγαπάμε και όλοι την προσέχουμε. Η Φρίντα είναι σαν εκείνους τους άστεγους, που παραμένουν άστεγοι από πεποίθηση και όχι από ανάγκη. Έχει σπιτάκι για να μπει με στρωματάκι μαλακό και κουβέρτες, αλλά προτιμάει να κοιμάται έξω στο γρασίδι και τις βροχερές τις μέρες, αντί να καλυφθεί κάθεται έξω και δέχεται με ευγνωμοσύνη το βάπτισμα της βροχής. Ναι η Φρίντα είναι άστεγη από πεποίθηση και όχι από ανάγκη.
Την κοιτώ που τρέχει καλπάζοντας και πειράζει τις δικές μου, που δεν είναι συνηθισμένες σε τέτοιου είδους παιχνίδια και μερικές φορές νευριάζουν. Γελάω. Σαν να καταλαβαίνει ότι το θέαμα με διασκεδάζει και δώσ’ του τις πειράζει περισσότερο και αυτές, κυρίες της καλής κοινωνίας γαρ, με γαλλικά και πιάνο, δώσ’ του και εκνευρίζονται περισσότερο. Στο τέλος όμως, πως να αντισταθούν στη διασκέδαση; Απλά παραιτούνται και αρχίζουν και αυτές να συμμετέχουν στο παιχνίδι. Τελικά όλοι χρειαζόμαστε ένα μικρό σπρώξιμο που και που.
Κάθομαι και τις χαζεύω που παίζουν ξέγνοιαστες. Τις ζηλεύω. Ζηλεύω τα ζώα γενικότερα. Χρειάζονται τόσα λίγα πράγματα για να είναι ευτυχισμένα. Φαΐ, νερό, ένα μέρος να περάσουν τη νύχτα τους και κάποιον να μοιραστούν τη μέρα τους. Αυτό είναι η ευτυχία. Οι άνθρωποι γιατί ζητάμε τόσα πολλά; Γιατί ποτέ, τίποτα δεν είναι αρκετό; Γιατί όσα και να έχουμε πάντα ζητάμε το κάτι περισσότερο;
Τα γαυγίσματα των τριών ποικιλιών με βγάζουν από τις σκέψεις μου. Κάτι εντόπισαν τα λαγωνικά. Είναι και τα τρία σκυμμένα πάνω από κάτι και γαυγίζουν και γρυλίζουν. Τρέχω να δω τι είναι αυτό που έχουν παγιδεύσει με το φόβο μην είναι κάποιο φίδι. Ο χειμώνας φέτος δεν τα άφησε να κοιμηθούν και τα συναντήσαμε ακόμα και το καταχείμωνο. Τελικά όχι, ήταν μία χελώνα. Ούτε και αυτές άφησε η κλιματική αλλαγή να κοιμηθούν φέτος το χειμώνα. Το ταλαίπωρο το ζωάκι είχε χωθεί μέσα στο καβούκι του πανικοβλημένο από τις φωνές και τα αλυχτίσματα. Μάζεψα τα τρία θηρία μου όπως-όπως και τραβήξαμε τον δρόμο μας, αφήνοντας το εκατοντάχρονο ερπετό να τραβήξει κι εκείνο τον δικό του.
Συνεχίζεται...
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου